Αθώος κηρύχθηκε από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας ο 30χρονος σήμερα κάτοικος του Δροσερού, δημοτικό διαμέρισμα του δήμου Πτολεμαϊδας, ο οποίος τέσσερα χρόνια πριν, τον Απρίλιο του 2005, είχε ομολογήσει ότι σκότωσε μετά από λογομαχία τον μεγαλύτερο αδελφό του ηλικίας 36 ετών.
Το Εφετείο το οποίο εξέτασε στις 5 Φεβρουαρίου την υπόθεση αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία υπέρ της αθώωσής του κατηγορουμένου λόγω αμφιβολιών, με 4 ψήφους υπέρ και 3 κατά, με αποτέλεσμα να αφεθεί ελεύθερος. Διότι, τα τελευταία 4 χρόνια ήταν φυλακισμένος – το τελευταίο διάστημα στις φυλακές Λάρισας-, καθώς το πρωτόδικο δικαστήριο, και συγκεκριμένα το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γρεβενών τον Φεβρουάριο του 2006 τον είχε κηρύξει ένοχο κατά πλειοψηφία, με 5 ψήφους υπέρ και 2 κατά και του επέβαλε την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, απόφαση η οποία ανατράπηκε ωστόσο στο δεύτερο βαθμό.
Το ιστορικό
Υπενθυμίζεται ότι ο 26χρονος τότε φερόμενος ως αδελφοκτόνος κάτοικος του Δροσερού, είχε προσέλθει στο Τμήμα Ασφαλείας Πτολεμαΐδας το βράδυ της 6ης Απριλίου 2005 και είχε ομολογήσει τη δολοφονία του 36χρονου αδελφού του Αθανάσιου Λάζου. Στην ομολογία του υποστήριξε ότι το έγκλημα έγινε έξι μέρες νωρίτερα, το βράδυ της 31ης Μαρτίου σε αγροτική περιοχή λίγο έξω από το Δροσερό, σε σταβλικές εγκαταστάσεις που διατηρούσε το θύμα και ότι στη συνέχεια έκρυψε το πτώμα σε αρδευτικό κανάλι που βρίσκεται κοντά στις σταβλικές εγκαταστάσεις.
Τα στοιχεία που δόθηκαν τότε στη δημοσιότητα από την αστυνομία ανέφεραν ότι το βράδυ της 31ης Μαρτίου 2005, ο φερόμενος ως δράστης πήγε με τον μεγαλύτερο αδερφό του στο στάβλο, όπου δέχθηκε επίθεση από το θύμα μετά από λογομαχία που είχαν για οικονομικές και κληρονομικές διαφορές. Πάνω στον καυγά εκείνος τον πυροβόλησε με μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και στη συνέχεια τον μαχαίρωσε σε αρκετά σημεία του σώματός του με δύο μαχαίρια που ανήκαν στο θύμα και πως στη συνέχεια τύλιξε το πτώμα με μια κουβέρτα και το μετέφερε και το πέταξε στο κανάλι που απέχει 40 μέτρα από το στάβλο.
Ξανανοίγει ο φάκελος
της υπόθεσης
Μιλώντας στον «Π» ένας εκ των τριών συνηγόρων του 30χρονου, ο Δικηγόρος Δημήτριος Καραλίγκας, τόνισε ότι η απόφαση αυτή δικαιώνει τη θέση της υπεράσπισης ότι η ομολογία από μόνη της δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει το δικαστήριο σε καταδικαστική απόφαση, καθώς ισχύει η αρχή της «ηθικής απόδειξης». Πράγμα που σημαίνει, πρόσθεσε, ότι η ομολογία από την πλευρά του κατηγορουμένου έπρεπε να συνδέεται με τα άλλα ευρήματα (στοιχεία, καταθέσεις) και να συμβαδίζει με αυτά, να υπάρχει δηλαδή ένα δομημένο σύνολο με βάση την κοινή λογική.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως «υπήρχαν αντιφατικές ομολογίες», όπως υπογράμμισε ο κ. Καραλίγκας, καθώς σε τρεις διαφορετικές ομολογίες που είχε δώσει ο φερόμενος ως δράστης το ίδιο 24ωρο δεν συνέκλιναν τα στοιχεία που ανέφερε, περιέγραφε διαφορετικά πράγματα. «Και μπορεί μεν να υπέδειξε το που βρίσκεται το πτώμα, τον φερόμενο ως χώρο του εγκλήματος και το φερόμενο ως όπλο του εγκλήματος, αλλά αποδείχθηκε ότι δεν ήταν αυτό το όπλο ούτε ο τόπος ήταν αυτός στον οποίο έγινε το έγκλημα». Διότι, όπως εξήγησε, η εξέταση του DNA απέδειξε ότι το αίμα που βρέθηκε στον φερόμενο ως τόπο του εγκλήματος δεν ανήκε στο θύμα αλλά προέρχονταν από ζώο.
Ο συνήγορος του 30χρονου μίλησε επίσης για «πολλά κενά στην προανάκριση», αφήνοντας αιχμές ότι η αστυνομία δεν έκανε καλά τη δουλειά της, καθώς, όπως είπε, δεν φρόντισε να γίνει αναπαράσταση του εγκλήματος και επειδή είχε μια ομολογία δεν έψαξε περισσότερο την υπόθεση, παρά το γεγονός ότι το θύμα έφερε 37 μαχαιριές και στις δύο πλευρές του σώματός του. «Και μόνο αυτό έπρεπε να τους κάνει να υποψιαστούν ότι δεν ήταν ένας ο δράστης αλλά περισσότεροι, δύο ίσως και τρεις». Κατά τη δική του μάλιστα εκδοχή, το πιθανότερο είναι ο φερόμενος ως δράστης να υπήρξε μάρτυρας του εγκλήματος και φοβούμενος για τη ζωή του να ομολόγησε ένα έγκλημα που δεν διέπραξε.
Η αθωωτική απόφαση του Εφετείου σηματοδοτεί λογικά το εκ νέου άνοιγμα του φακέλου του εγκλήματος του Δροσερού, καθώς εάν σε 30 μέρες από την καθαρογραφή της απόφασης ο εισαγγελέας δεν καταθέσει αίτηση αναίρεσης της απόφασης στον Άρειο Πάγο η απόφασή αυτή καθίσταται τελεσίδικη.
Ρόη ΒΑΣΒΑΤΕΚΗ