Το 1902 ολοκλήρωσε τις σπουδές του με “άριστα”. Εφοδιασμένος με τη γνώση της γαλλικής, ρωσικής, τουρκικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γαλουχημένος με τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη, την άριστη γνώση της ελληνικής ιστορίας, βγήκε στη βιοπάλη το 1903 ασκώντας το επάγγελμα του δασκάλου στο γειτονικό χωριό, τη Χαβίανα .
Την περίοδο αυτή ο Θεοφύλακτος έγραψε σχετικά: “στην Άνω Χαβίανα ήταν δάσκαλος ο Παντελής Μελανοφρύδης, τελειόφοιτος του φροντιστηρίου της Αργυρουπόλεως, με νέες παιδαγωγικές αρχές και μεθόδους”.
Στο ίδιο σχολείο θα υπηρετήσουν ως δάσκαλοι οι Αργυρουπολίτες Κανδυλάπτης Γεώργιος, Ξιφιλίνος Θεοδ, Αγ. Παπαδόπουλος και Ανανίας Νικολαΐδης. Στην επιλογή των δασκάλων με αναγνωρισμένη μόρφωση και παιδεία θα συμβάλει ο μεγαλέμπορος της Χαβίανας, ο Γιώρ αγας Πουταχίδης, που είχε κατάστημα στην Άρδασα (Τορούλ) και διακρινόταν για τη μεγάλη αγάπη του για την παιδεία.
Ο νέος δάσκαλος της Χαβίανας ,όμορφος, με επιβλητικό ύφος και ακέραιο ήθος παντρεύτηκε το 1906 μια κοπέλα από την Αδυσσα . Η αγάπη ήταν πάντα για τον ευγενικό παιδαγωγό το βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου. Σ’ όλη του την ηθογραφική πραγματεία και ενασχόληση το ερωτικό συναίσθημα θα αποκτούσε μια θεϊκή μαγεία, που έρχονταν να ισορροπήσει και να δώσει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου.
Οι βαθυστόχαστες αναλύσεις του ερωτικού δημοτικού άσματος είναι μοναδικές και αποκαλυπτικές . Τα άρθρα του και οι καταγραφές για το ερωτικό ποντιακό τραγούδι αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και μελέτης για τους νεότερους λαογράφους.
Παραθέτω μερικά από τα πολυαγαπημένα δίστιχα του λαογράφου, που τόσο πολύ άγγιζαν την ψυχή του.
Εχ’ κ’ έρχεται η τρυγώνα μου, τα σοκάκια φωτάζ’νε,
τ’ εμπρια τα στράτας χαίρουνταν ,τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε.
Ατά τ’ ομμάτια, πη ελέπ’, πώς να μη παλαλούται;
Πώς να μη ρούζ’ ‘ς σην θάλασσαν και πώς να μη σκοτούται;
Ψηλά ρασόπα πράσινα, δεντρόπα φυλλωμένα,
για φέρτε την αγάπη μου για πάρτε ‘μεν κ’ εμένα.
Το 1906 απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον Στέφανο. Δύο χρόνια μετά, γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, ο Περικλής.
Την ίδια χρονιά ο φίλος του Στέφανος Πουταχίδης, από τη Χαβίανα, παντρεύτηκε την αδελφή του Μελανοφρύδη, Μαρία, και έτσι οι δύο φίλοι έγιναν και συγγενείς. Η ζωή τους μέχρι και την προσφυγιά ήταν στενά συνδεδεμένη, καθώς μέχρι το 1928 μοιράζονταν όλους τους πόνους και τις πίκρες των πολέμων και της προσφυγιάς.
Το 1909 Οι δημογέροντες της Αδυσσας αποφάσισαν να τον διορίσουν δάσκαλο στο μονοθέσιο σχολείο του χωριού του τον Μελανοφρύδη , Στην πρόταση αυτή δεν μπόρεσε να απορίψει ο σεμνός δάσκαλος και αμέσως ήρθε στη γενέτειρά του και ανέλαβε το δύσκολο έργο να διοργανώσεικαι να εκσυνχρονίσει το σχολείο της Άδυσσας.
Αφού κάλεσε τους δημογέροντες των δύο οικισμών τους έθεσε μπροστά στις ευθύνες τους. Κινητοποίησε ακόμα τους εύπορους του χωριού να βοηθήσουν για τον ίδιο σκοπό .
Για την εύρυθμη λειτουργεία του συνέταξε τον κοινοτικό σχολικό κανονισμό και όρισε συλλειτουργούς την φιλόμουση αδελφότητα των εν Κριμαία συμπατριωτών του.
Το Δημοτικό με ετήσια έσοδα 120 λίρες έγινε τετραθέσιο , με τέσσερεις τάξεις Δημοτικού και τρεις Σχολαρχείου, αναβαθμίστηκε δηλαδή σε αστικό σχολείο της Αργυρούπολης μετά από αυτό της Ίμερας και της Άτρας.
Ο ανήσυχος παιδαγωγός όμως προέβη σ’ ένα μεγάλο εγχείρημα, που δείχνει τη θέληση και το όραμά του για την εκπαίδευση εκείνα τα χρόνια. Έγραψε προσωπικά μία επιστολή στον έλληνα ευεργέτη και μεγαλέμπορο και τότε δήμαρχο της Οδησσού, Γρηγόριο Μαρασλή.
Πόσο μεγάλος ενθουσιασμός θα πρέπει να διακατείχε τον ονειροπόλο δάσκαλο, ώστε να τολμήσει εκείνη την εποχή να απευθυνθεί, ως δάσκαλος ενός μικρού και άσημου χωριού του Μεσοχαλδίου, στον έλληνα μεγιστάνα και να ζητήσει ορισμένα βιβλία για την καλύτερη παίδευση των μαθητών του. Άραγε τι επιχειρήματα και τι φραστικά μέσα χρησιμοποίησε, ώστε ό θρακιώτης ευεργέτης από την Οδησσό να του απαντήσει αμέσως υποσχόμενος, ότι θα του αποστείλει ολόκληρη την προσωπική του βιβλιοθήκη. Ίσως κάποτε η επιστολή αυτή να βρεθεί για να αποκαλυφθεί το πατριωτικό σθένος του αδάμαστου και τολμηρού δασκάλου.
Με εντολή του γέροντα Μαρασλή τα βιβλία ανατυπωθήκαν στο τυπογραφείο των αδελφών Σακελαρίου στην Αθήνα και στάλθηκαν στην Τραπεζούντα, από όπου και παράλαβε 400 χρυσόδετους τόμους με όλα τα πεδία των επιστημών ,Ιστορίας και Λαογραφίας.
Μετά την αποχώρησή του από το σχολείο της Χαβίανας ο πρόεδρος του χωριού Γεώργιος Πουταχίδης ( Γιώρ αγάς ) συνειδητοποιώντας το μεγάλο κενό, που προκάλεσε η απουσία του Μελανοφρύδη, φρόντισε να τον αντικαταστήσει με τον επίσης γνωστό φιλομαθή και φιλόμουσο συμμαθητή του στο φροντιστήριο Αργυρούπολης, Γεώργιο Κανδυλάπτη ( Κάνη).
Αυτό το γεγονός, δηλαδή η ταυτόχρονη παρουσία των δύο παιδαγωγών στα δύο γειτονικά κεφαλοχώρια Άδυσσα και Χαβίανα, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, δημιούργησε μια άτυπη παιδαγωγική άμυλα, που λειτούργησε προς όφελος των δύο σχολείων.
Οι παλιοί συμμαθητές και τώρα διευθυντές με αφορμή ένα κοινωνικό περιστατικό, που αφορούσε στην άρνησή των δύο κληρικών του διπλανού χωριού Βαρτάντων να ενταφιάσουν μια γερόντισσα λόγω ένδειας, εξέθεσε τη μητρόπολη Χαλδίας ανεπανόρθωτα. Στη διαμάχη αυτή ο μεν Κανδυλάπτης στράφηκε κατά των ιερωμένων ο δε Μελανοφρύδης ως θεοσεβής συμπαρατάχθηκε με τους δύο κληρικούς.
Η αντιπαράθεση κορυφώθηκε με δημοσιεύματα, που έγιναν από τον μεν Κανδυλάπτη στην εφημερίδα της Τραπεζούντας ΄΄ Φάρος της Ανατολής ΄΄από τον δε Μελανοφρύδη στην εφημερίδα της Τραπεζούντας ΄΄ Εθνική Δράσις ΄΄ . Η αντιπαράθεση των δύο δασκάλων της Αργυρούπολης είχε πάρει τέτοια έκταση, που κινητοποίησε το ενδιαφέρον του ηγούμενου της μονής Χουτουρά, Διονυσίου Περδοπούλου, που στο πανηγύρι της Άδυσσας, την ημέρα της Αναλήψεως, με παρέμβασή του οι παλιοί συμμαθητές συμφιλιώθηκαν δίνοντας τα χέρια και έκτοτε έγιναν φίλοι και συνεργάτες συνεχίζοντας να αρθρογραφούν αδιάλειπτα για την προβολή των ιστορικών και εθνικών δικαίων του ελληνισμού του Πόντου.
Κάθε θεάρεστη και πατριωτική πράξη δημοσιεύονταν από τους δασκάλους – δημοσιογράφους στις ελληνικές εφημερίδες, μια και η ψήφιση του τουρκικού συντάγματος (Χουριέτ) το 1908 επέτρεψε την ελεύθερη δημοσιογραφία στον Πόντο.
Η αρχική αντιπαράθεση και η μετέπειτα ευγενής άμυλα, όπως μας καταγράφει ο Γ. Κανδυλάπτης στο βιβλίο του ΄΄Η ΖΩΗ ΜΟΥ ,ΗΤΟΙ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΄΄, είχε σαν αποτέλεσμα να συσπειρωθεί ένα σεβαστό αναγνωστικό κοινό με συνδρομητές των δύο εφημερίδων, αλλά κύρια να συγκεντρωθεί ένα σεβαστό ποσό στις τράπεζες του Φωστηρόπουλου -Καπαγιαννίδη για τα σχολικά ταμεία των δύο χωριών.
Θα μπορούσε σήμερα πολύ εύκολα κανείς να καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι οι ποντιακές κοινωνίες από τις αρχές του 20ου αιώνα είχαν συσπειρωθεί γύρω από τους πνευματικούς δασκάλους του Πόντου, που διέπονταν από νεωτεριστικές ιδέες και πατριωτική αυτογνωσία.
Ο Παντελής Μελανοφρύδης ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του συνειδητού Έλληνα δασκάλου, λαογράφου και ερευνητή. Στα χρόνια των φροντιστηριακών του σπουδών αλλά και αργότερα μελέτησε τους δύο γνωστούς λόγιους του Πόντου, το Σάββα Ιωαννίδη και τον Περικλή Τριανταφυλλίδη.
Αυτοί τον επηρέασαν, ώστε να ασχοληθεί με την καταγραφή των γλωσσικών μνημείων της Χαλδίας.
Για τον σκοπό αυτό ,όπως ομολόγησε ο ίδιος σε άρθρο του, μας αποκαλύπτει, ότι συναναστράφηκε με τους πρεσβύτερους και κατέγραψε ακριτικά τραγούδια ,ιστορίες , θρύλους και παραδόσεις του τόπου του διασώζοντας κάθε τι σημαντικό ,που αφορά στον ποντιακό πολιτισμό και την ιστορία.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν η συγγενοπιστία, που συντέλεσε στις συχνές επισκέψεις στο χωριό Τσίτη, στο σπίτι του νουνού του, Θόδωρου Ζωγραφάντη. Εκεί άκουγε και κατέγραφε τα τραγούδια της γιαγιάς Μαρίας, που ήταν και γιαγιά του Θεοφύλακτου . Η συγγενική σχέση, το κουμπαριό δηλαδή με τον Θεοφύλακτο, συνέτεινε στην εγκάρδια γνωριμία των δύο ανδρών. Γι’ αυτήν τη σχέση θα ομολογήσει το 1957: ΄΄Αξέχαστη, θεία Μαρία, σε θυμάμαι πάντα ..κάθε χρόνο της Μεταμόρφωσης νομίζω, ότι θα δω τα αγαπημένα μου πρόσωπα, τον Θεοφύλακτον, τον Αγαθάγγελον, τον Δημήτ Αγάν, τον Κέρογλην.!
Ένα τραγούδι από αυτά, που του αφηγήθηκε η Μαρία τοι Ζωγραφάντων, είναι και το ακόλουθο με τον τίτλο ΄΄Εντροπέας΄΄:
Έναν κορτσόπον αγαπώ σουμά ‘ς ση γειτονίαν,
κ’ εντρέπουμαι να λέγ’ ατό, κορτζόπον , αγαπώ ‘σε!
Κ’ έναν πιρνίν ,πιρνίτσικον, και Κερεκήν ημέραν,
‘πεντρόψα εγώ κι’ είπα ‘το: κορτζόπον, αγαπώ ‘σε!
Κ’ εσύ αγαπάς κ’ εγώ αγαπώ κι’ ο κύρη μου ‘κι θέλει.
-Φαρμάκωσον τον κύρη σου καρύδια με το μέλι.
Tο 1910 γνωρίστηκε πνευματικά με τον παιδικό του φίλο και συνομήλικο, το γιατρό Θεοφύλακτο, που είχε τελειώσει τις ιατρικές του σπουδές στην Αθήνα και το Παρίσι και είχε επιστρέψει στο χωριό του, την Τσίτη . Ο Θεοφύλακτος μετέδωσε στον Παντελή Μελανοφρύδη την ιδέα για εθνική αναγέννηση και την κρυφή προσδοκία του για την ανεξαρτησία του Πόντου.
΄΄Για να πραγματωθεί η ελευθερία της πατρίδας ,ομολογεί , χρειάζεται ανώτερη παιδεία , προσαρμοσμένη στα ελληνικά προγράμματα της εποχής. ΄΄
Γι’ αυτό ξεκίνησαν μαζί την προσπάθεια ίδρυσης ελληνικού Λυκείου στη μονή της Παναγίας Γουμερά, που γρήγορα εξελίσσεται σε ζυμωτήρι πατριωτικών οραμάτων.
Η ιστορική μονή, που ιδρύθηκε επί Κομνηνών, έγινε σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτήριο μέχρι το ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου το 1914, οπότε οι μαθητές και οι καθηγητές του διέφυγαν στην Ρωσία .
Στο ίδιο Λύκειο δίδαξε για ένα χρόνο ο Κοσμάς Προκοπίδης, ο βουλευτής Κοζάνης. Τα μαθήματα, που διδάσκονταν, καταγράφονται στην κάρτα του τριμηνιαίου ελέγχου.
Είχε 27 μαθητές, με καθηγητές τον Πουταχίδη Γ. Στέφανο από την Χαβίανα και Μελανοφρύδη Η. Παντελή από την Άδυσσα.
Από την προσωπική μαρτυρία ενός από τους μαθητές του Μελανοφρύδη, του Σωκράτη Πουταχίδη ( Κλαδά) μαθαίνουμε, ότι ο Μελανοφρύδης δίδασκε το μάθημα της γαλλικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Το μάθημα γινόταν χωρίς βιβλία, αλλά παραδίδονταν προφορικά και καταγράφονταν από τους μαθητές με μολύβι σε τετράδια. Την καλή γνώση της Γαλλικής την απέκτησε από τον γαλλομαθή καθηγητή του, Ισραήλ Βασιλειάδη.
Όταν μάλιστα δίδασκε το μάθημα των αρχαίων ελληνικών, όπως μας πληροφορεί ο Σωκράτης Πουταχίδης: ΄΄Τόσο πολύ που αρέσκετο και απολάμβανε την διδασκαλία, απήγγειλε το αρχαίο κείμενο από έξω βηματίζοντας πάνω στον ιαμβικό ρυθμό του. Ακόμα και, όταν ο αείμνηστος δάσκαλος μάς πήγαινε περίπατο , στη διάρκεια του περιπάτου πρόβαινε εις ιστορικάς αφηγήσεις ιδίως εκ της ιστορίας του Κ. Παπαρηγόπουλου΄΄ ( έκανε χρήση της περιπατητικής διδασκαλίας).
Άς αφήσω όμως τον ιστορικό μας Μελανοφρύδη να αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια για το πώς δημιουργήθηκε το περίφημο Λύκειο Γουμεράς:
΄΄ Ενθυμούμαι την ιστορικήν συνεδρίαν της νυκτός της 14ης Αυγούστου του 1913, όπου ο Θεοφύλακτος ανέπτυξε τον ιερόν σκοπόν της συστάσεως κεντρικής Σχολής εις την Μονήν Γουμερά:
΄΄…Ο εμπνευστής της ιδέας, ο κυριότερος μοχλός, ο φλογερός πατριώτης, ο ακούραστος ονειροπόλος του εθνικού μεγαλείου , ο συνεχιστής των φλογερών αρχιμεταλλουργών, το μεγάλο τέκνο της Τσίτης, που έκλεισεν και την πατρίδα του και την Τραπεζούντα και την Ελλάδα εις την καρδίαν του, ο μεγαλοϊδεάτης Θεοφύλακτος ,στη Γουμερά έθεσε τα στέρεα θεμέλια της κατόπιν ευρυτάτης και πολυσχιδούς δράσης του, της αναδείξεώς του εις εθνικόν άνδρα …. Το όνομα του ιατρού Θεοφύλακτου θα μείνει ες αεί αθάνατον και θα το ευλογούν οι Πόντιοι αιωνίως΄΄.
Στη σύντομη αναφορά του ο Παντελής Μελανοφρύδης εκφράζει τον μεγάλο θαυμασμό για τον συνομήλικό φίλο και πατριώτη Θεοφύλακτο.
Το έτος 1910 αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πατριωτική αφύπνιση του συγγραφέα. Είναι η περίοδος, όπου η εθνική συνείδηση των βαλκανικών λαών γίνεται αφετηρία και έναυσμα για τους βαλκανικούς πολέμους. Είναι τόσο καταλυτική η απελευθερωτική διάθεση των βαλκανικών και μικρασιατικών λαών, ώστε σε πολύ λίγο χρόνο το ετοιμόρροπο οθωμανικό κράτος θα συρρικνωθεί στα όρια της Μικράς Ασίας.
Στον Πόντο η απελευθερωτική διάθεση ήταν έντονη ιδιαίτερα μετά το 1912, που, όπως μας εξηγεί ο Μελανοφρύδης, ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά τυπώνονταν στην Τραπεζούντα.
Ένα πνεύμα εθνικού αυτοπροσδιορισμού εκφραζόταν από τους τραπεζούντιους λόγιους. Τα ευχάριστα νέα από τους μακεδονικούς αγώνες έφερναν ένα μήνυμα αισιοδοξίας στους Έλληνες του Πόντου…Οι δάσκαλοι της Αργυρούπολης μετέδιδαν άφοβα στους νέους τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη, καλλιεργώντας ελπιδοφόρα μηνύματα ανεξαρτησίας και αγάπης για την Ελλάδα και την ελληνική γλώσσα.
Πολλά από τα τραγούδια της ελληνικής επανάστασης, όπως ο Θούριος του Ρήγα , ο εθνικός ύμνος ,κλέφτικα τραγούδια και τραγούδια της πόλης, όλα τα πατριωτικά τραγούδια της ελεύθερης Ελλάδας τραγουδιούνταν στις παρέες των Ελλήνων του Πόντου, μέσα στα πλαίσια ενός εθνικού κλίματος αυτογνωσίας και έγερσης κατά του Οθωμανισμού. Τα τραγούδια αυτά, όπως μας πληροφορεί ο Παντελής Μελανοφρύδης, ήταν τα παρακάτω: Της Ελένης, Μια βοσκόπουλα αγάπησα ,Μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά, Ώ! λυγερόν και κοπτερόν σπαθί μου, Έως πότε η ξένη ακρίδα, Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, κα.
Ιδιαίτερη απήχηση είχαν τα τραγούδια της Προποντίδας όπως τα : Σαν τα μάρμαρα της Πόλης ,και το Σαράντα Ευζωνάκια . Τα τραγούδια αυτά τα τραγουδούσαν ακόμα και σε παρέες με τη συνοδεία της λύρας ή και χωρίς αυτήν καθιστικά ΄΄οτουρλία ΄΄, όπως τα έλεγαν. Στη συλλογή των ακριτικών τραγουδιών ο Μελανοφρύδης διέσωσε ένα μοναδικό τραγούδι, που αναφέρεται στα μάρμαρα της Πόλης:
Φέρω ας στην πόλιν μάστοραν κι ας στο Μισίρ’ αργάτεν,
κι ας σην Κωσταντινούπολιν πέτραν πελεκεμένον..
Αυτή η ανυπέρβλητη γυναικεία ομορφιά στον Πόντο και στην Πόλη μπορεί να συνταιριάξει μόνο με τον περίτεχνο διάκοσμο της Αγια -Σοφιάς και των λιθοξόων της.
Ο πυρήνας αυτού του απελευθερωτικού κινήματος στον Πόντο είναι οι πόντιοι επιστήμονες των πανεπιστημίων της Αθήνας και του Παρισιού.
Οι Έλληνες του Πόντου περίμεναν τη μεγάλη αρκούδα, την Ρωσία, να τους απελευθερώσει από τα οθωμανικά δεσμά.
Αυτήν την περίοδο των προσδοκιών ο Μελανοφρύδης, αφού συγκέντρωσε τη δεκάχρονη εμπειρία και γνώση του ,σαν άλλος Σάββας Ιωαννίδης, εξέδωσε το πρώτο του λαογραφικό βιβλίο με τον περιεκτικό αλλά και μηνυματικό τίτλο ΄΄Η εν Πόντω ελληνική γλώσσα ΄΄. ΑΝΑΤΙΘΗΜΙ΄΄
Συνεχίζεται…