Όταν σε αποκαρδιώνουν οι ζωντανοί
πηγαίνεις να βρεις παρηγοριά στους νεκρούς…
Είναι αλήθεια ότι στη μεγάλη μορφωτική και ηθική κρίση, που περνάμε σήμερα, νιώθουμε την ανάγκη να ανατρέξουμε σ’ εκείνους τους ηθικούς και πνευματικούς μας πατέρες, που μπόρεσαν κάτω από δυσοίωνες συνθήκες διαβίωσης να καλλιεργήσουν το ελληνικό πνεύμα και να αναδείξουν τις γόνιμες δυνάμεις του λαού μας , μετατρέποντας το σεισμό και την καταστροφή στο μεγάλο θαύμα της αναγέννησης και της άνθισης της νέας Ελλάδας.
Πολύ εύστοχα η δημοτική αρχή εστιάζεται και τιμά τη μνήμη άξιων και ευυπόληπτων ανδρών της πόλης μας, υιοθετώντας έτσι την ρήση του Νίτσε:
“Πώς θέλετε να ανέβετε ψηλά, αν δεν ανέβει μαζί σας και η αρετή των προγόνων σας;”
Kάθε φορά που κάποιος ερευνητής προσπαθεί να διεισδύσει στην πνευματική παρακαταθήκη των αείμνηστων λογίων μας, νιώθει δέος και θαυμασμό για το μεγαλειώδες πνευματικό τους έργο.
Σήμερα έχουν περάσει τριάντα χρόνια, που η Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαΐδας τίμησε τους Πόντιους λογίους μας διοργανώνοντας φιλολογικό μνημόσυνο στη μνήμη των Μελανοφρύδη-Νικολαϊδη, στο οποίο είχα την τιμή να παρουσιάσω τον Πόντιο λόγιο Μελανοφρύδη.
Στο αφιέρωμα αυτό θα προσπαθήσω να καταγράψω την ιστορική πορεία του ανθρώπου και λόγιου Μελανοφρύδη, που χάρισε στην πόλη μας το ιστορικοβαρές και εύηχο όνομά της, “Πτολεμαΐδα”.
O Παντελής Μελανοφρύδης γεννήθηκε στις 22-Ιουλίου-1885 στην Άδυσσα της Αργυρούπολης του Πόντου , στην ενορία των Γαϊτανάντων, έναν οικισμό που τον ίδρυσαν οι πρόγονοί του ( Γαϊτανάντ) με τον αποικισμό τους στα 1680 . Το ιστορικό επίθετο του Γαϊτανίδης εξελλήνισε σε Μελανοφρύδης, ο δάσκαλος του πατέρα του Ροδοκανάκης.
Γεννήθηκε δηλαδή ο Μελανοφρύδης σε μια περίοδο ηρεμίας, που άρχισε από το 1885 και τελείωσε το 1914, μια εικοσιπενταετία, όπου απέδωσαν τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του Χάτι χουμαγιούν, μέτρα που επέτρεψαν την πληθυσμιακή, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη των υπόδουλων Ελλήνων.
Ο Μελανοφρύδης είχε την προνομία να μεγαλώσει σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον, όπου ο παππούς του από τη μάνα του ήταν ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Αβραμίδης ( ο Χατζή ποπάς), ένας παιδευμένος ιερωμένος, που σπούδασε στα Ιεροσόλυμα και μόρφωσε τους πρώτους δασκάλους της Άδυσσας μεταξύ αυτών και τον πατέρα του Ηλία Μελανοφρύδη.
Ο αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος μάλιστα ήταν αυτός, που χρηματοδότησε με 25 λίρες το δημοτικό σχολείο της Άδυσσας.
Στην οικογένεια υπήρχε ένας ακόμα ιερωμένος, ο αδελφός του πατέρα του, αρχιμανδρίτης Ιερεμίας, γεγονός, που επιβεβαιώνει την αυστηρή και ελληνοκεντρική του παιδεία και γνώση.
Η γενέτειρά του Άδυσσα, ήταν ένα από τα αρχαία χωριά της Χαλδίας με το όνομα Εδίσκη. Απείχε 25 χιλιόμετρα από την Άρδασα και 150 χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα. Ήταν χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού της Τσίτης (Τσίτντερε), που ενώνονταν έξω από την Άρδασα με τον Κάνη ποταμό.
Οι κάτοικοι του χωριού, όπως μας πληροφορεί στο χειρόγραφο βιβλίο του ο Παντελής Μελανοφρύδης, έφυγαν κυνηγημένοι το 1680 από την Τραπεζούντα και έχτισαν την Άδυσσα , μεταξύ αυτών μετοίκησε και η βυζαντινή οικογένεια των λόγιων Χαλκοκονδύληδων.
Η πληροφορία περί της οικογένειας των Χαλκοκονδύληδων επιβεβαιώνεται με την ύπαρξη του χειρόγραφου του Αριστοτέλη στη βιβλιοθήκη της μονής Γουμερά.
Σύμφωνα με το χειρόγραφο ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης έγραψε τους κώδικες, που περιείχαν συγγραφές του Αριστοτέλη. Ένας από τους κώδικες αυτούς κλάπηκε από τη μονή από κάποιον Μινωϊδη και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα.
Γεννήθηκε δηλαδή ο Μελανοφρύδης σε μια περιοχή, η οποία χαρακτηρίστηκε από τον Όμηρο ως αργύλου γενέθλη. Έναν τόπο, όπου μετοίκισαν στα αρχαία χρόνια οι Σίδες (σιδηρουργοί ) της Παφλαγονίας και πήραν μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο, σύμφωνα με τον ιστορικό Στράβωνα.
Η ύπαρξη των Ελλήνων στην περιοχή από τους πρώτους αιώνες μ.Χ. επιβεβαιώνεται από τους τρεις ιερομάρτυρες της χριστιανοσύνης, τον Κανίδιο, τον Ακύλα και τον Ουλεριανό από την Άδυσσα, που μαρτύρησαν για την πίστη τους το 292 μ.χ.. επί Διοκλητιανού.
Τον 19 αιώνα γεννήθηκαν στην Άδυσσα ο αρχιεπίσκοπος Νικοπόλεως, Ιερεμίας Γεωργιάδης και ο μητροπολίτης Χαλδίας, Θεόφιλος Γραμματικόπουλος.
Εκτός από ιερωμένους η Άδυσσα στα 1900 ανέδειξε και πολλούς δασκάλους, γι’ αυτό και ονομάστηκε το χωριό των δασκάλων.
Οι Έλληνες του Μεσοχαλδίου αξιοποίησαν τις δυνατότητες αυτές. Φιλόμουσοι και φιλοπρόοδοι ανέπτυξαν τα γράμματα και τις τέχνες και δημιούργησαν συνθήκες πνευματικής και εθνικής ανάτασης. Αργυρουπολίτες καθηγητές διδάσκουν στα δύο Φροντιστήρια της Αργυρούπολης και της Τραπεζούντας και πλήθος κληρικών αναλαμβάνουν τις μονές και τις μητροπόλεις του Πόντου.
Ο πατέρας του Ηλίας ήταν ένας από τους γνωστότερους δασκάλους και ψάλτες, περιζήτητος στα χωριά του Μεσοχαλδίου,( Άρδασσα-Τορούλ) όπου για τριάντα χρόνια δίδαξε σε διάφορα χωριά της Αργυρούπολης.
Ο Ηλίας Μελανοφρύδης με τον γιατρό Θεοφύλακτο είχαν οριστεί επιθεωρητές των σχολείων στην περιοχή της Αργυρούπολης . Οι Αδυσσενοί, φιλομαθείς και φιλοπρόοδοι συντηρούσαν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το φημισμένο αστικό τους σχολείο, που θεωρούνταν από τα καλύτερα της Χαλδίας.
Η Άδυσσα μετά το 1880, όταν έκλεισαν τα μεταλλεία της Αργυρούπολης, άρχισε να ερημώνει και οι κάτοικοί της μετανάστευσαν στο Άκ Ντάγ Ματέν, στην Αλούπκα ,στη Γιάλτα και τη Θεοδώσεια της Κριμαίας.
Οι θρύλοι και οι παραδόσεις συχνά αναφέρουν το όνομα του χωριού. Χαρακτηριστικό είναι το ακριτικό τραγούδι, που αναφέρεται στο πώς χτίστηκε το γεφύρι της Άδυσσας, που ένωνε την Άδυσσα με την Χαβίανα.
Το τραγούδι αυτό το κατέγραψε και το διέσωσε ο Μελανοφρύδης από τον γέροντα δάσκαλο Παπαδόπουλο Σπύρο από την Κρώμνη, μετέπειτα δάσκαλο Ανατολικού.
Ατού ‘ς σην Αρδασούπολην, ‘ς ση Τρίχας το γεφύρι,
χίλιοι μαστόροι έχτιζαν και μύριοι μαθητάδες.
Τρία αδέλφια έμνες εν κι οι τρεις καταραμένοι,
είνας έχτ’σεν την Άδυσσαν κι άλλε το Δεβασίριν.
Κ’ εγώ, η τρισκατάρατος, τη Τρίχας το γεφύρι.
Η Άδυσσα ήταν ένα σημαντικό κεφαλοχώρι δίπλα στην Τσίτη. Τα δύο αυτά χωριά υπήρξαν κοιτίδες του ελληνικού πνεύματος, και της ελληνικής παιδείας, που ανέδειξαν πολλούς λόγιους και ιερωμένους, όπως τον Παναγιώτη Χαλκοκονδύλη, το Βασίλειο Λογιότατο, το Νικόλαο Μέντη, το μητροπολίτη Χαλδίας Θεόφιλο ,το μητροπολίτη Κολωνίας Ιερεμία και τον Αγαθάγγελο Βλαστάρη ,τελειόφοιτο της θεολογικής σχολής της Χάλκης καθώς και το γιατρό Θεοφύλακτο Θεοφυλάκτου, εμπνευστή και πρωταγωνιστή της μεγάλης ιδέας για την ανεξαρτησία του Πόντου.
Με τη φιλομάθειά τους οι παιδευμένοι παπαδάσκαλοι κράτησαν άσβεστη τη φλόγα της ελληνικής ψυχής εκεί στις απόμακρες εσχατιές της Ρωμανίας και έμαθαν στους Αδυσσενούς ν’ αγαπούν πολύ το χωριό τους και τα γράμματα.
Ακόμα στην οικονομική άνθιση συνέβαλαν οι αρχιμεταλλουργοί των μεταλλείων της περιοχής αυτής.
Η ευημερία και ο ρόλος των μεταλλείων στη ζωή των Αργυρουπολιτών ήταν καθοριστικός.
Τα ασήμια της Αργυρούπολης ήταν γνωστά σ’ όλες τις αγορές της Ανατολής.
Την ευημερία αυτή περιγράφει πολύ παραστατικά ο Μελανοφρύδης σε άρθρο του στην εφημερίδα “το Βήμα” της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης το 1961, με τίτλο “Άδυσσα και Τσίτη, δύο δίδυμα χωριά”.
(Μαύρα καιρούς! η Τσίτε εβόανεν! οι σταμπάσηδες ο Τσοπής, ο Σίρπιλας με τα χρυσά σπαθία και τα ζερταβάδας τα γούνας, με τα φερμάνια τουν ας σον Σουλτάνον, άμον στουλάρια εκράτναν τοι Ρωμαίοις.
Ας’ σοι πασάδας κι άλλο τρανόν δύναμιν είχαν. Εφτά νομάτ’ δεσποτάδες εξέβαν ας σην Τσίτεν και ποπάδες αμέτρητοι. …
Και οι Αδυσσενοί είχαν εκατόν και πλέον μουλάρια κ’ εκουβάλναν τ’ ασήμια τη Κανί, τα χαλκώματα και τ΄ ασήμια τ’ Άργονης ‘ς σην Τραπεζούνταν!
Μαύρ’ ανθρώπ’ και μαύρα έργατα!
Τα τσαμίντσια άμον κόπρια έτρωγαμ’, αμάν ατότες το καμέλ’ πα χουρμάδας έχεζεν…
Τελευταία τα μουλάρια με την τελεμονήν τοι ματενίων εχάθαν και ‘ς σα χρόνια μουν, είνας κοτσός γάϊδαρος πά ‘κ’ ευρίουτον ‘ς σο χωρίον.)
Το 1898, αφού τελείωσε με άριστα το Δημοτικό, ο Μελανοφρύδης, γράφτηκε στο φροντιστήριο της Αργυρούπολης, στην Β΄ τάξη του Ελληνικού τμήματος.
Το φροντιστήριο Αργυρούπολης ιδρύθηκε το 1725 και αναβαθμίστηκε με πρωτοβουλία του διευθυντή Γεωργίου Κυριακίδη. Ήταν το δεύτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα στον Πόντο μετά το φροντιστήριο Τραπεζούντας . Την περίοδο που φοίτησε ο Μελανοφρύδης, δίδασκαν 12 εκπαιδευτικοί και φοιτούσαν περί τους 300 μαθητές. Τα μαθήματα ήταν περίπου ίδια με αυτά, που διδάσκονταν στο φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Στις αρχές του 20ου αιώνα αυτό αποτελούσε ένα κρησφύγετο κι ένα εργαστήριο εθνικών παραδόσεων και παιδείας.
Μητροπολίτης Αργυρουπόλεως την περίοδο αυτή ήταν ο Γερβάσιος Σουμελίδης, ο επονομαζόμενος και άγιος της Παιδείας.
Διευθυντής του φροντιστηρίου Αργυρούπολης ήταν ένας φωτισμένος παιδαγωγός από την Ίμερα, ο Γεώργιος Χ. Ευθυβούλης. Ο Μελανοφρύδης ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές του Ευθυβούλη. Αυτός του μετέδωσε την αγάπη για τον Πόντο και την ποντιακή γλώσσα. Προικισμένοι δάσκαλοί του ήταν ακόμα ο Αδυσσινός Νικόλαος Μέντες, τελειόφοιτος της μεγάλης σχολής , ο αριστομαθής τελειόφοιτος του φροντιστηρίου Αργυρούπολης και μετέπειτα διευθυντής του φροντιστηρίου Τραπεζούντας, Ισραήλ Βασιλειάδης από τη Βαρενού, (πρωτοξάδερφος του Διομήδη Βασιλειάδη, που επιμελήθηκε του πολεοδομικού σχεδιασμού της Πτολεμαΐδας).
Επισημαίνω τα ονόματα των καθηγητών του, για να διαπιστώσουμε το επίπεδο της παιδείας που λάμβαναν οι μαθητές, με δεδομένο, ότι ο Ισραήλ Βασιλειάδης ήταν από τους φοιτητές, που αρίστευσαν στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Καθοριστικό ρόλο στην παίδευσή του έπαιξε η πλούσια βιβλιοθήκη του φροντιστηρίου και της μητρόπολης Αργυρούπολης, που αριθμούσε εκείνη την εποχή 2000 τόμους βιβλίων, πράγμα που επιβεβαιώνει ο Γεώργιος Κανδηλάπτης στο βιβλίο με τίτλο “Αι βιβλιοθήκαι της Χαλδίας”, εκδόσεις Κυριακίδη. Στο απολυτήριο φαίνεται η άριστη βαθμολογία του, αφού με άριστα το 6 έλαβε βαθμό απολυτηρίου 5,62.
Ένα σημαντικό γεγονός, που επηρέασε το μορφωτικό και εθνικό φρόνημα των λογίων της Αργυρούπολης ήταν η συνδρομητική επαφή των δασκάλων με το ταχυδρομείο της Άρδασας, όπου κατέφθαναν τα ελληνικά έντυπα: Η εφημερίδα της Τραπεζούντας “Ο Φάρος της Ανατολής”, από την Πόλη “Ο Ταχυδρόμος” και η εφημερίδα “Πατρίδα” από την Αθήνα η εφημερίδα “Νέα Ελλάδα” και από την Τεργέστη η “Νέα Ημέρα”.
Μέσα από τα έντυπα αυτά τα ευχάριστα νέα των νικηφόρων βαλκανικών πολέμων έφθαναν καθημερινά στους ποντίους δασκάλους και τα έντυπα αυτά γινόταν βιβλία της ελληνικής ιστορίας στα σχολεία του Πόντου.
Το 1902 ολοκλήρωσε τις σπουδές του με “άριστα”. Εφοδιασμένος με τη γνώση της γαλλικής, ρωσικής, τουρκικής και αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γαλουχημένος με τα εθνικά και πατριωτικά ιδεώδη, την άριστη γνώση της ελληνικής ιστορίας, βγήκε στη βιοπάλη το 1903 ασκώντας το επάγγελμα του δασκάλου στο γειτονικό χωριό, τη Χαβίανα .
Την περίοδο αυτή ο Θεοφύλακτος έγραψε σχετικά: “στην Άνω Χαβίανα ήταν δάσκαλος ο Παντελής Μελανοφρύδης, τελειόφοιτος του φροντιστηρίου της Αργυρουπόλεως, με νέες παιδαγωγικές αρχές και μεθόδους”.
Στο ίδιο σχολείο θα υπηρετήσουν ως δάσκαλοι οι Αργυρουπολίτες Κανδυλάπτης Γεώργιος, Ξιφιλίνος Θεοδ, Αγ. Παπαδόπουλος και Ανανίας Νικολαΐδης. Στην επιλογή των δασκάλων με αναγνωρισμένη μόρφωση και παιδεία θα συμβάλει ο μεγαλέμπορος της Χαβίανας, ο Γιώρ αγας Πουταχίδης, που είχε κατάστημα στην Άρδασα (Τορούλ) και διακρινόταν για τη μεγάλη αγάπη του για την παιδεία.
Ο νέος δάσκαλος της Χαβίανας ,όμορφος, με επιβλητικό ύφος και ακέραιο ήθος παντρεύτηκε το 1906 μια κοπέλα από την Αδυσσα . Η αγάπη ήταν πάντα για τον ευγενικό παιδαγωγό το βαθύτερο συναίσθημα του ανθρώπου. Σ’ όλη του την ηθογραφική πραγματεία και ενασχόληση το ερωτικό συναίσθημα θα αποκτούσε μια θεϊκή μαγεία, που έρχονταν να ισορροπήσει και να δώσει νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου.
Οι βαθυστόχαστες αναλύσεις του ερωτικού δημοτικού άσματος είναι μοναδικές και αποκαλυπτικές . Τα άρθρα του και οι καταγραφές για το ερωτικό ποντιακό τραγούδι αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας και μελέτης για τους νεότερους λαογράφους.
Παραθέτω μερικά από τα πολυαγαπημένα δίστιχα του λαογράφου, που τόσο πολύ άγγιζαν την ψυχή του.
Εχ’ κ’ έρχεται η τρυγώνα μου, τα σοκάκια φωτάζ’νε,
τ’ εμπρια τα στράτας χαίρουνταν ,τ’ οπίσ’ αναστενάζ’νε.
Ατά τ’ ομμάτια, πη ελέπ’, πώς να μη παλαλούται;
Πώς να μη ρούζ’ ‘ς σην θάλασσαν και πώς να μη σκοτούται;
Ψηλά ρασόπα πράσινα, δεντρόπα φυλλωμένα,
για φέρτε την αγάπη μου για πάρτε ‘μεν κ’ εμένα.
Το 1906 απέκτησε τον πρώτο του γιο, τον Στέφανο. Δύο χρόνια μετά, γεννήθηκε ο δεύτερος γιος του, ο Περικλής.
Την ίδια χρονιά ο φίλος του Στέφανος Πουταχίδης, από τη Χαβίανα, παντρεύτηκε την αδελφή του Μελανοφρύδη, Μαρία, και έτσι οι δύο φίλοι έγιναν και συγγενείς. Η ζωή τους μέχρι και την προσφυγιά ήταν στενά συνδεδεμένη, καθώς μέχρι το 1928 μοιράζονταν όλους τους πόνους και τις πίκρες των πολέμων και της προσφυγιάς.
Συνεχίζεται….