Σε νέα φάση πόλωσης εισήλθε από χθες το πρωί η αντιπαράθεση περί τη Μικρή ΔΕΗ, καθώς το Μέγαρο Μαξίμου προχώρησε με απόφαση του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, στην πολιτική κινητοποίηση (επιστράτευση) των απεργών και στην επίταξη όλων των εγκαταστάσεων των ΔΕΗ, ΑΔΜΗΕ και ΔΕΔΔΗΕ, προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή ηλεκτροδότηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είχε προηγηθεί, αργά το βράδυ της Παρασκευής, η απόφαση του Πρωτοδικείου που έκρινε ως παράνομη και καταχρηστική την απεργία του προσωπικού στη ΔΕΗ, χωρίς όμως η δικαστική εντολή να οδηγήσει σε αναστολή των κινητοποιήσεων. Αντιθέτως, το μεσημέρι του Σαββάτου, δηλαδή ήδη αρκετές ώρες μετά την έκδοση της απόφασης, 14 μονάδες της ΔΕΗ παρέμεναν εκτός λειτουργίας, οι συνδικαλιστές επέμεναν για συνέχιση των κινητοποιήσεων και νέες, προληπτικές διακοπές προγραμματίζονταν προκειμένου να μην καταρρεύσει συνολικά το σύστημα ηλεκτροδότησης.
Η προαναγγελθείσα απόφαση της κυβέρνησης προκάλεσε, όπως αναμενόταν, τη σφοδρή αντίδραση των εργαζομένων. Οι απεργοί (σ.σ.: αν και η κυβέρνηση εκτιμά ότι το ποσοστό συμμετοχής στην απεργία ήταν μόλις 35%) εξεδήλωσαν την πρόθεσή τους να συνεχίσουν την απεργιακή δράση τους, ενώ ο πρώην πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ Νικ. Φωτόπουλος κάλεσε τους εργαζόμενους να «κάψουν» τα φύλλα πορείας. Δεν είναι, πάντως, λίγοι όσοι ισχυρίζονται ότι η χθεσινή εξέλιξη, εντέλει, «ικανοποιεί» και τις δύο πλευρές: την κυβέρνηση, που στέλνει μήνυμα αποφασιστικότητας και περιορίζει, αν δεν αποτρέπει, τον κίνδυνο black out, και τους συνδικαλιστές, που εμφανίζονται να μην υποχώρησαν, αλλά απλώς να «υπέκυψαν» στην κυβερνητική απόφαση για επίταξη.
Η απόφαση για πολιτική κινητοποίηση των απεργών πυροδότησε βέβαια και νέο κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης, με τον ΣΥΡΙΖΑ να καταλογίζει στην κυβέρνηση ότι «επιλέγει και πάλι τον δρόμο του αυταρχισμού και της ποινικοποίησης των αγώνων», καλώντας την να αποσύρει εδώ και τώρα το ν/σ και να δεχθεί την πρόταση του δημοψηφίσματος. Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται, όμως, και η πολιτική διαπάλη με αφορμή τη Μικρή ΔΕΗ και πραγματικό διακύβευμα την προεδρική εκλογή. Και τούτο διότι η πρωτοβουλία της Κουμουνδούρου να ζητήσει συλλογή 120 υπογραφών των βουλευτών της αντιπολίτευσης, ώστε να συζητηθεί η πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, αποβλέπει και στο να καταδείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μπλοκάρει την εκλογή Προέδρου και ως εκ τούτου να αποσταθεροποιήσει την κυβερνητική πλειοψηφία. Δεν είναι τυχαίο που η κυβέρνηση αντέδρασε αμέσως στην πρόταση ώστε να αποτρέψει να ευοδωθεί, και μάλιστα στο ανώτατο επίπεδο. Ο κ. Δ. Σταμάτης, κορυφαίος υπουργός και στενότατος συνεργάτης του πρωθυπουργού, υπογράμμισε πως «αυτό που στην πραγματικότητα επιδιώκει είναι να εγκλωβίσει κόμματα και βουλευτές σε ένα μέτωπο που στόχο έχει να προκαλέσει πολιτική ανωμαλία, μπλοκάροντας την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας». Την επομένη, διά της κ. Σοφίας Βούλτεψη αυτή τη φορά, το Μαξίμου προειδοποίησε όσους το σκέπτονται από την αντιπολίτευση ότι ρισκάρουν να απορροφηθούν από τον ΣΥΡΙΖΑ: «Ο κ. Τσίπρας φιλοδοξεί να κυριαρχήσει και να ηγεμονεύσει όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης, οδηγώντας τα σε πολιτική αυτοκτονία».
Η κυβέρνηση μπορεί να έθεσε προσκόμματα στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση «αποτρεπτικής πλειοψηφίας», ωστόσο μέσω της ΔΕΗ υπέστη πλήγμα και η δική της προσπάθεια για την εξασφάλιση των 180 βουλευτών που απαιτούνται προκειμένου να αναδειχθεί ο διάδοχος του κ. Κ. Παπούλια από αυτή τη Βουλή. Κι αυτό γιατί μεταξύ όσων αντέδρασαν στο σχέδιο νόμου περιλαμβάνονται στελέχη που θεωρητικώς θα μπορούσαν να ψηφίσουν Πρόεδρο, είτε συμφώνησαν με το δημοψήφισμα (Γ. Κασαπίδης, Β. Καπερνάρος), είτε όχι (Μίκα Ιατρίδη).
Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν κρύβουν ότι η πρόταση αποτελεί όχημα για τη δημιουργία αντιπολιτευτικών συσπειρώσεων, όμως αντιλαμβάνονται ότι οι 120 δύσκολα θα βρεθούν, από τη στιγμή που το ΚΚΕ αποφάσισε να καταθέσει δική του πρόταση. Ηδη όμως «αθροίζουν» τη θετική στάση της ΔΗΜΑΡ και των ΑΝΕΛ αλλά και των 5 ανεξάρτητων βουλευτών (Μουτσινάς, Μπόλαρης, Σταυρογιάννης, Κασαπίδης και Καπερνάρος). Η πιο ενδιαφέρουσα εξέλιξη, ωστόσο, είναι η ανοικτή προσέγγιση με τη ΔΗΜΑΡ, που δημιουργεί όρους εμπλοκής του ΣΥΡΙΖΑ στο παιχνίδι για την Κεντροαριστερά. Αυτή την προσέγγιση τη δουλεύουν στελέχη της ηγετικής ομάδας, όπως π.χ. ο κ. Π. Σκουρλέτης, που διατηρεί εξαιρετικές σχέσεις με κάποιους από τους πρώην συντρόφους του της πρώην ανανεωτικής πτέρυγας του ΣΥΝ.
Πηγή: kathimerini.gr