Στην Ελλάδα του 2013 Ελληνες και Ελληνίδες εργάζονται για ένα κομμάτι ψωμί μαζί με αλλοδαπούς εργάτες που ξενιτεύτηκαν από τις πατρίδες τους για τον ίδιο ακριβώς λόγο
Ανεβαίνοντας τη σκάλα μιας μικρής βιοτεχνίας ρούχων στο Περιστέρι επειδή έχεις ακούσει πως εκεί υπάρχει ένας Σύριος έμπορος που μαζί με εργάτες από το Πακιστάν, την Ινδία και το Μπαγκλαντές προσλαμβάνει και Ελληνες στη δούλεψή του, αναρωτιέσαι αν αυτή η πληροφορία θα γινόταν πιστευτή δέκα χρόνια πριν.
Ενδεχομένως να σε περνούσαν και για τρελό αν προσπαθούσες να τους πείσεις πως έλεγες την αλήθεια και δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας σου. Κι όμως, στην Ελλάδα των μνημονίων και της ανεργίας του 27,6% τέτοιες εικόνες δεν είναι πλέον απίθανες.
Το εμπεδωμένο σλόγκαν «η δουλειά δεν είναι ντροπή» έχει μετατραπεί στο «η δουλειά είναι πια πολυτέλεια». Γι’ αυτό και το να βλέπεις τους συμπατριώτες σου, που μέχρι πρότινος ζούσαν από μια σχετικά αξιοπρεπή οικονομικά εργασία, να σκύβουν πλέον το κεφάλι και να δουλεύουν με ζήλο για τρία ευρώ (την ώρα) δεν είναι σοκαριστικό, είναι απλώς η πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες -πόσο μάλλον για αξιώσεις;- αφού όσοι ντόπιοι δουλεύουν εκεί δηλώνουν ικανοποιημένοι που επιτέλους βρήκαν μια δουλειά.
Ωστόσο, η εικόνα του ήπιου προσώπου της Ελληνίδας με τα απαλά χέρια που γαζώνει ανάμεσα στο πλήθος των μελαψών Ασιατών με τα τραχιά χέρια που έχουν ασκηθεί στις κακουχίες και τους κατατρεγμούς μοιάζει σχεδόν απροσδόκητη για τη μέχρι χθες εγχώρια καθημερινή αθωότητα και τα κλισέ της. Ή, τέλος πάντων, έρχεται να ανατρέψει τη μέχρι πρότινος αμεριμνησία μας. Κανένα μυστήριο, βέβαια, δεν πλανάται. Εκείνοι έφυγαν κακήν κακώς από τις χώρες τους ψάχνοντας στην Ελλάδα τη γη της επαγγελίας, ευχαριστώντας τον Αλλάχ που τους βρήκε ένα μεροκάματο για να στέλνουν το μισό πίσω στις πατρίδες τους. Οι δικοί μας, παράλληλα, ευχαριστούν τον Θεό που δεν αναγκάζονται να ξενιτευτούν με τη σειρά τους για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Ειρωνεία; Οχι και τόσο… Μάλλον προσαρμογή στην πραγματικότητα.
Η συγκεκριμένη βιοτεχνία ανήκει στον Σύριο Αμπντελγάνι Αλμάνλα. Στην αγορά τον ξέρουν ως «Κώστα», καθώς με αυτό το όνομα συστήνεται για λόγους ευκολίας στους πελάτες και τους συνεργάτες του. Αλλωστε τα ελληνικά τα γνωρίζει αρκετά καλά. Κάποιοι θα τον θυμούνται από την περιπέτεια που είχε με τον Λάκη Γαβαλά, όταν ο τελευταίος προτού μπει στη φυλακή τού άφησε ένα χρέος 150.000 ευρώ, οδηγώντας τον στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και του εγκεφαλικού. Παρά τις πρόσκαιρες δυσκολίες και τα φέσια, ο Σύριος έμπορος κατάφερε με νύχια και με δόντια να κρατήσει ζωντανή τη βιοτεχνία του και μάλιστα σιγά-σιγά να την επεκτείνει, φτάνοντας σήμερα στο σημείο να απασχολεί περισσότερους από 70 υπαλλήλους, Ελληνες και αλλοδαπούς. «Ευτυχώς που είναι και ο κύριος Κώστας και μας δίνει ένα κομμάτι ψωμί», λέει ο 23χρονος Περικλής Λατίφης, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές στη βιοτεχνία. Ο Σύριος έμπορος ήρθε στη χώρα μας από καθαρή τύχη, όπως θα πει ο ίδιος.
«Ηταν το 1984. Μαζί με τον αδερφό μου, στα 18 μας χρόνια, είχαμε πάει στην Αίγυπτο. Εκεί γνωρίσαμε δυο Ελληνίδες που είχαν έρθει για διακοπές μαζί με τους γονείς τους. Τις ερωτευτήκαμε και τις ακολουθήσαμε στην Αθήνα. Αν δεν ήταν αυτές, δεν θα ερχόμουν ποτέ στην Ελλάδα». Στην αρχή έμεινε στο ξενοδοχείο «Park» επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας, εν συνεχεία φιλοξενήθηκε στο διαμέρισμα της συντρόφου του και όταν ύστερα από τρία χρόνια ο έρωτας τους τελείωσε, εκείνος αποφάσισε να μείνει στην Αθήνα για πάντα. Νοίκιασε το πρώτο του σπίτι στο Περιστέρι και έκανε την πρώτη του δουλειά στον 6ο όροφο ενός κτιρίου επί της οδού Σωκράτους. «Φέρναμε εμπορεύματα από Ινδία, Συρία, Λίβανο, Αίγυπτο. Νυχτικά, παπούτσια, τραπεζομάντιλα κ.λπ. Καιρό μετά, το 1993, αποφάσισα να κάνω τη δική μου παραγωγή γιατί ήδη μας ζητούσαν πολλά λεφτά στο τελωνείο για τις εισαγωγές. Ξεκίνησα με δέκα μόλις μηχανές. Κάποια στιγμή φτάσαμε να έχουμε στη βιοτεχνία μας περισσότερες από 35 νεαρές γυναίκες. Ολες Ελληνίδες. Μετά, όμως, σιγά-σιγά, η μία πίσω απ’ την άλλη άρχισαν να φεύγουν γιατί ήθελαν να παντρευτούν. Δεν είχαν ανάγκη τη δουλειά, αν και τότε έπαιρναν καλά λεφτά. Οι άντρες τους όμως έπαιρναν δάνεια και τις σταμάτησαν από τη δουλειά. Οι μηχανές αυτές που βλέπετε “γλένταγαν” σε νεανικά χέρια. Σήμερα όμως τα νεαρά κορίτσια πηγαίνουν στα ΤΕΙ και ονειρεύονται μια θέση στο Δημόσιο.
Οι παλιές γαζώτριες έγιναν σταδιακά νέες πωλήτριες, σερβιτόρες, γραμματείς».
Και μπορεί μεν οι Ελληνίδες εργαζόμενες να τον εγκατέλειψαν πριν από μερικά χρόνια, η βιοτεχνία του όμως επεκτάθηκε αθόρυβα και με εξίσου χαμηλούς τόνους γιγαντώθηκε. Εμπορικό δαιμόνιο, όρεξη για δουλειά, ψάξιμο για ευκαιρίες, αλλά και χαμηλά μεροκάματα μαζί με πρόθυμα φτηνά εργατικά χέρια μεταναστών πίσω από τις ραπτομηχανές «κέντησαν» από κοινού μια επιχειρηματική επιτυχία. Ο «Κώστας» έγινε γνωστός στην αγορά μέσα από τις συνεργασίες του με αρκετά γνωστά ονόματα του χώρου, όπως ο Λάκης Γαβαλάς, ο Νίκος Αποστολόπουλος, καθώς και με γνωστές φίρμες, όπως η 3 Guys, η Rebecca Blue, η Anna Riska, η Berto Lucci,η Artisti Italiani, η Ysatis και η Attrattivo.
Εκτός των άλλων, ο Αμπντελγάνι Αλμάνλα είναι γνωστός στην ευρύτερη περιοχή για τη φιλανθρωπική του δράση, αφού κάθε χρόνο χαρίζει ρούχα στην «Κιβωτό του Κόσμου» και σε φτωχές οικογένειες.