ΤΟΥ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ
ΤΑΝΙΔΗ
Την περασμένη εβδομάδα γιόρτασε ο απανταχού ελληνισμός, την επέτειο της εθνεγερσίας του 1821. Ελάχιστα και «παρεμπιπτόντως», ασχολήθηκε ο γραπτός λόγος και τα οπτικοακουστικά μέσα, με το τεράστιο αυτό για το ελληνικό έθνος γεγονός. Αλλά και ο ελληνικός λαός, αντιμετώπισε την επέτειο, περίπου ως μία ημέρα ρουτίνας.
Δυστυχώς, η γλώσσα που μιλάμε σήμερα, δεν έχει καμία σχέση με την γλώσσα που μιλούσαμε πριν πενήντα ή και τριάντα χρόνια. Δεν μας συγκινεί εκείνο το θαύμα της ελληνικής ψυχής, εκείνο το ζωοποιό και ζώπυρο αίσθημα που φώλιαζε στις ψυχές των προγόνων μας, η αγάπη τους για την πατρίδα και την ελευθερία. Το πελώριο αυτό γεγονός ηχεί σήμερα σε πολλούς Έλληνες παράταιρα, με φορμαλισμό εθιμοτυπίας, ίσως και μ` ένα μειδίαμα ειρωνικό. Ενώ θα έπρεπε να είναι ημέρα περισυλλογής και συγκρίσεως της χθεσινής ιδιοσυγκρασίας μας με την σημερινή.
Οι αντιρρησίες στο νόημα της εθνικής παλιγγενεσίας και των ετήσιων εκδηλώσεων, διατείνονται ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται στις επετείους αυτές είναι «ξύλινη», είναι γλώσσα του εθνικισμού, ιδεολογικά προκαθορισμένη και ιστορικά εξωραϊσμένη και δεν αφορά την σημερινή μας ζωή.
Φυσικά, τα συμπεράσματα αυτά είναι αυθαίρετα και προέρχονται κυρίως από μία «προοδευτική» νομενκλατούρα, που στόχο έχει ν` αλλοιώσει το εθνικό φρόνημα.
Οι ετήσιες εκδηλώσεις της εθνικής παλιγγενεσίας, δεν διέπονται από «ξύλινα» αισθήματα, ούτε είναι ιστορικά εξωραϊσμένες. Μας υπενθυμίζουν τους αγώνες και τις θυσίες που κατέβαλαν οι πρόγονοί μας, για να απαλλαγούν από την τουρκική δουλεία, για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι. Μας υπενθυμίζουν το ιστορικό μας παρελθόν και την αναγκαιότητα της πάλης στην ζωή. Η εξέγερση και ο αγώνας δεν έχουν καμία σχέση με προκαθορισμένα ιδεολογήματα, γιατί ήταν καθολικός των Ελλήνων, με το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος». Απλά διδάσκει αγωνιστικότητα και ανανεώνει την ιστορική μνήμη.
Φυσικά, για τα αισθήματα που εκπέμπει αυτός ο αγώνας, μόνον οι ίδιοι οι αγωνιστές μπορούν να μιλήσουν, μόνον οι πεθαμένες γλώσσες θα μπορούσαν να ερμηνεύσουν τα ψυχολογικά κίνητρα, τις πράξεις θυσίας, το ηρωικό ανάστημα των υπέροχων εκείνων αγωνιστών και το νόημα εκείνου του άνισου αγώνα. Μόνον οι ψυχές εκείνες, αν μπορούσαν να εγερθούν, θα μας έδιναν με διαύγεια το νόημα του «ευ αγωνίζεσθαι», θα έδιναν την ιδιοσυγκρασία και την βιολογική μορφή, που εμείς οι επιγενόμενοι πρέπει να έχουμε και που τόσο μας λείπει.
Εμείς οι νεοέλληνες, έχουμε ψευτίσει πολύ στα πατριωτικά μας αισθήματα, υποβαθμίσαμε τις ηθικές αξίες του ανθρώπου και θεωρούμε τα εθνικά γεγονότα της φυλής μας, χωρίς σημασία; Προτιμούμε να έχουμε ως κυρίαρχα θέματα της ζωής μας τον καταναλωτισμό, την ήσσονα προσπάθεια, την διαφθορά, και το εύκολο κέρδος, αυτά που αλλοίωσαν επικίνδυνα το εγώ μας και το ενδιαφέρον μας για τα εθνικά ιδεώδη.
Φυσικά, η συμπεριφορά αυτή δεν αποτελεί κανόνα. Ασφαλώς, υπάρχουν και σήμερα Έλληνες που διαβάζουν, για παράδειγμα, τον Μακρυγιάννη, όχι μόνο από ιστορικό ενδιαφέρον, αλλά και ως βιωματική μεθεκτική ανάγνωση. Υπάρχουν Έλληνες, που νιώθουν τους στίχους του Παλαμά: «Ύστερα από την αγάπη του Θεού/ είναι η αγάπη της πατρίδας/ Να ζης χωρίς πατρίδα δεν μπορείς». Υπάρχουν Έλληνες, που και σήμερα κεντρίζουν τον ψυχισμό τους τα διαγγέλματα και οι πράξεις του Πλαστήρα, του Βενιζέλου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Που θαυμάζουν τους αγώνες για την δικαιοσύνη και την φιλελευθερία, τα στοιχεία που είναι άρρηκτα δεμένα με την πνευματική ευκρασία και τον πατριωτικό παλμό. Υπάρχουν Έλληνες που θεωρούν την αγάπη προς την πατρίδα ένα διαρκές γνώρισμα και αγώνισμα, που αισθάνονται πρώτιστο καθήκον και ενδότερη υποχρέωση την επιτέλεση του καθήκοντος.
Ωστόσο, κάτι άλλαξε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Κι` αυτό ίσως να προήλθε διαχρονικά από την συμπεριφορά των ισχυρών της γης, από την εξασθένηση του νοήματος του έθνους και της αλλαγής των κοινωνικών συστημάτων προς το φιλελεύθερο, από την παγκοσμιοποίηση των πάντων. Πάντως, όχι από την αλλοίωση του νοήματος της ελευθερίας και της αγωνιστικότητας. Η γνώση της ιστορίας και τα διδάγματά της, αποτελούν λήθη του κακού παρελθόντος και δημιουργούν την προσήκουσα συμπεριφορά, την καλή φιλία και την ομαλή συνεργασία των λαών. Ο λαός που ξεχνά την ιστορία του χάνεται.
Ωστόσο, η πατρίδα για τον Έλληνα, παραμένει πάντοτε ένα ίνδαλμα, είναι εκδήλωση εθνικής υποστάσεως, είναι κοινή τύχη, είναι αναμνήσεις και δεσμοί τόπου και ορίζοντα. Είναι χώρος, που αποκτήθηκε με πολλούς και σκληρούς αγώνες, με κόπους και θυσίες που διδάσκουν την αξία της πατρίδας, της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, των αγώνων, της ατομικής προσωπικότητας. Επομένως είναι σημαντική και ουσιώδη η γνώση της ιστορίας, τα ξεχωριστά γεγονότα που σημάδεψαν την ζωή του έθνους και της φυλής μας. Είναι σημαντικότερο για την ζωή του Έλληνα και για την μελλοντική του πορεία, ο σεβασμός των εθνικών συμβόλων, παρά η προσβολή και το κάψιμό της ελληνικής σημαίας. Είναι ωφελιμότερη η καλλιέργεια του πατριωτικού φρονήματος στα σχολεία, παρά η διδασκαλία της ανιστόρητης δοξασίας ότι η καταστροφή και ο ξεριζωμός των Ελλήνων της Ιωνίας, υπήρξε ένας συνωστισμός στην προβλήτα της Σμύρνης. Είναι προτιμότερο, να έχει ο Έλληνας ανεπτυγμένο το εθνικό φρόνημα, παρά να δέχεται την υποστολή της ελληνικής σημαίας στα Ίμια και να εκλιπαρεί τους ξένους να την προστατεύσουν. Είναι ορθότερο να υπερασπίζεται με οιονδήποτε τρόπο τις ελληνικές θάλασσες, παρά να δώσει το μισό Αιγαίο στην Τουρκία.
Καιρός είναι να δώσουμε τίμιες, ενσυνείδητες και ειλικρινείς απαντήσεις σε τέτοια καίρια ερωτήματα. Δεν μπορούμε άλλο να κρυβόμαστε πίσω από τον εαυτό μας, να κολυμπάμε σε θολούς συναισθηματισμούς. Ο άνθρωπος είναι λογικό ον και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς ηθικές αξίες. Ο Έλληνας δεν μπορεί να γίνει μαζάνθρωπος, να ζήσει κολεκτιβοποιημένος σαν αγέλη ζώων. Ιδιαίτερα σήμερα, έχουμε μεγάλη ανάγκη από την απόρριψη αυτών των ψευδαισθήσεων, από την περιφρόνηση των προπαγανδιστικών διακηρύξεων της αριστερής νομενκλατούρας. Χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε να αναγνωρίσουμε τα προτερήματα της φυλής μας και να προσπαθήσουμε να διδαχθούμε απ` αυτά. Είναι πολύτιμο για την πρακτική της ζωής μας, να ξέρουμε ποιοι είμαστε και τι ακριβώς θέλουμε. Είναι απαραίτητο να έχουμε την συνειδητή επιλογή των στόχων μας. Και ακόμη να ξέρουμε, ότι οι δυνατότητες επιλογής μας δεν είναι ανάμεσα στον «εθνικισμό», ή στον «διεθνισμό», στον ιδεολογικό «ελληνοκεντρισμό» ή στον «εκσυγχρονιστικό» αριστερισμό. Το δίλημμα επιλογής που μας τίθεται σήμερα είναι αν θα αφεθούμε παθητικά στην ισοπεδωτική εξομοίωση της διεθνοποιημένης κοινωνίας, αν θα καταντήσουμε μία άβουλη μάζα, ή θα αντιδράσουμε προβάλλοντας και υπερασπιζόμενοι τα ελληνικά ιδανικά και την προσωπικότητα του Έλληνα πολίτη.
Το φως της πελώριας πάλης του Εικοσιένα και των άλλων υπέροχων αγώνων του ελεύθερου ελληνικού κράτους, πρέπει να καλύπτει εσαεί τον ορίζοντα της πατρίδας μας, να φέρνει πάντοτε τις θρυλικές μορφές όλων εκείνων των ηρώων στην μνήμη μας, αυτών που ήκμασαν και έζησαν στο ευγενές κλίμα της πνευματικής σφαίρας, του αγνού πατριωτισμού και της πνοής της ελευθερίας. Να ζουν πάντοτε τα δυναμικά διαχρονικά φαινόμενα των μαρτύρων προγόνων μας, αυτά που έδωσαν διδάγματα αγωνιστικότητας, δημοκρατίας και ελευθερίας, αυτά που εισήλθαν στην βαθμίδα του θρύλου και περιβλήθηκαν με την αίγλη της αθανασίας. Και, αν κάποια φορά, η ζωή των ατόμων και των κοινωνιών, εμφανίζει ρευστότητα και φθορά, τα μεγάλα έργα, οι υψηλοί αγώνες δεν καταλύονται και δεν παραγράφονται, μένουν απαρασάλευτοι, διότι ο πνευματικός και ιδεολογικός οπλισμός τους είναι ισχυρός και ακλόνητος.-