Στα μάτια κάποιου που αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο κι επισκέπτεται την πόλη στην οποία μεγάλωσε για λίγες μέρες μες στο καλοκαίρι, οι πρώτες υποσυνείδητες σκέψεις δεν είναι απαραίτητα κι οι ομορφότερες.Η ξερή ατμόσφαιρα βαραίνει την ανάσα μου, τα οικεία πρόσωπα πoυ συναντώ φαίνονται πιο γερασμένα, η κρίση θρασύτατα επιδεικνύει τα σημάδια που ‘χει αφήσει πάνω της. H μικρή αυτή πόλη φαινομενικά δεν έχει να προσφέρει πολλά σε κάποιον που δεν κατοικεί πια εδώ.
Κι όμως κάποτε εδώ ήταν όλα μαγικά. Εδώ έκανα ήχους αεροπλάνων και πετούσα όσο πιο μακριά έφτανε η φαντασία μου. Εδώ τα παιχνίδια μου έπαιρναν ζωντανή μορφή. Εδώ τα όνειρα μου θα πραγματοποιούνταν και κανένας δε μπορούσε να με πείσει για το αντίθετο. Εδώ ερωτεύτηκα για πρώτη φορά… Και δεύτερη… Και τρίτη… Και κάθε φορά που o δρόμος μoυ με φέρνει πίσω προσμένω πως θα είναι όλα όπως άλλοτε. Αλλά η μαγεία φθίνει με τον καιρό. Ώσπου πλέον δυσκολεύεται να αναδυθεί μες στη ρουτίνα. Πού είναι εκείνο το πεσμένο κλαράκι που όταν το ανασήκωνα μετατρεπόταν σε μαγικό ραβδί και δυο ακαταλαβίστικες λέξεις εξαφάνιζαν όλες μου τις έγνοιες;
Κάτι συμβαίνει μία στο τόσο, εντούτοις,και μου υπενθυμίζει γιατί αγάπησα τόσο πολύ αυτό τον τόπο.Δεν ήξερα τι θα συναντήσω όταν οι κοινοί μας φίλοι μου ανακοίνωσαν πως μυστικά είχαν οργανώσει να γνωριστούμε εκείνο το βράδυ. «Eίναι τόσο όμορφο να υπάρχουν άτομα που νοιάζονται για σένα χωρίς να περιμένουν κάτι ως αντάλλαγμα» σκέφτηκα αρχικά. Αυτοί δεν είναι οι αληθινοί μας φίλοι;Βρέθηκα να συλλογίζομαι πόσο όμορφα περνούσα πλάι τους. Και λίγες στιγμές αργότερα εμφανίστηκε. Δεν απογοητεύτηκα. Τουναντίον.
Λίγα χρόνια στον «επαγγελματικό στίβο»αρκούν για να σε κυριεύσει η κυνικότητα κι εξαρχής να κρίνεις τον απέναντι σου βάσει του τι θεωρείς πως δύναται να σου προσφέρει. Και να που, έτσι απρόσμενα, εμφανίζεται κάποιο άτομο που δεν επιθυμείς να το εντάξεις κάπου κι αυτά που νόμιζες πως γνωρίζεις δε μπορούν να περικλείσουν αυτό που αντικρίζεις.Nομίζω είχα ξεχάσει πως είναι να βλέπεις κάποια και να αισθάνεσαι αμήχανα μέχρι να σου χαμογελάσει για πρώτη φορά.Να σου απευθύνει το λόγο και να παίρνεις βαθιές ανάσες πριν ν’ απαντήσεις γιατί συνειδητοποιείς πως θα κρίνει, εν πολλοίς, τις επόμενες σκέψεις σας. Αθώες και συνάμα άγαρμπες χειρονομίες να προσπαθούν να σε φέρουν πιο κοντά της. Λησμονημένα συναισθήματα να σε εκπλήξει το παραμικρό σε κάποια – θεωρείς πως τα ‘χεις δει κι ακούσει όλα. Σημείο των καιρών. Η φωνή της κι οι λέξεις που τη συνοδεύουν οδηγούν στη λήθη ό,τι το γνωστό. Σιγουρεύομαι πως δεν ξέρω απολύτως τίποτα.Τελικά, ίσως να υπάρχει και μια διαφορετική κατηγορία που δεν μπορεί να υπαγορευθεί.
Κι όταν είσαι πεπεισμένος πως δε γνωρίζεις τίποτε πια, τότε είναι που η μαγεία αφήνεται. Μάλλον όταν αρχίζεις να πιστεύεις και πάλι σ’ αυτήν να παύει να φοβάται να ξεδιπλωθεί μπροστά σου. Την επόμενη μέρα, λίγες ώρες πριν να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής, το παιδικό χαμόγελο που ανέμενα για να μ’ αποχαιρετίσει κάνει δειλά την εμφάνιση του στην αυλή που μεγάλωσα. Ευθύς η διάθεση μου αλλάζει. Τόσο γλυκά κι άκοπα. Και λίγο αργότερα, το ένα γέλιο μετατρέπεται σε πολλά. Δεν κατάλαβα πως βρέθηκα πλάι σε τόσες παιδικές φωνές. Είναι απαράμιλλος ο τρόπος που το ένα παιδικό γέλιο μαγνητίζει τόσα άλλα. Εδώ ήταν που πάσχιζα να κλοτσήσω μια μπάλα κι όταν αδύναμα τα κατάφερνα μετά βίας συγκρατούσα την ισορροπία μου.Eδώ είναι που σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά,βρίσκομαι με τα παιδιά της παλιάς μου γειτονιάς κι αυτά σκοντάφτουν με τη σειρά τους.H χαρά της αθωότητας στα πρόσωπα των καινούργιων μικρών μου φίλων. Κι η στιγμή γίνεται η αλήθεια μου.Το αύριο αφήνεται και φαντάζει τόσο μακρινό. Λησμονώ το ταξίδι και φαντάζομαι πως μένω για πάντα εδώ.
Τώρα,καθισμένος σ’ ένα μισοάδειο βαγόνι, αμέτρητα χιλιόμετρα μακριά, αναπολώ αυτές τις στιγμές. Κι εύχομαι η μαγεία να είναι ακόμη εκεί και να μας εμπνέει. Προσωποποιημένη σε φίλους πραγματικούς, σε παιδικά γέλια, στις θύμησες του παρελθόντος και στα όνειρα του μέλλοντος. Να βλέπεις απλόχερα μέσα σε λίγες ώρες πως η ευτυχία βρίσκεται σ’ αυτά τα μικρά πράγματα είναι ενδεχομένως η γοητεία της ζωής μας που μας λείπει.Για εμένα μόνο στην Πτολεμαΐδα θα μπορούσαν να φανερωθούν όλα αυτά τόσο σύντομα. Για σένα οπουδήποτε αλλού αποκαλείς πατρίδα. Αυτός ο τόπος, ο ξεχωριστός για τον καθένα μας, ίσως να είναι η ίδια η μαγεία. Όχι απαραίτητα για την ομορφιά του, όχι γιατί έχει κάτι φαινομενικά το μοναδικό, όχι γιατί αν χρειαζόταν δε θα μπορούσες να ζήσεις μακριά του,αλλά γιατί θα μπορεί πάντα, όποτε εσύ το επιθυμείς, να σου θυμίσει πως κάποτε τον ένιωθες σαν τον κόσμο ολόκληρο και να επαναφέρει το αναπάντεχο στη ζωή σου. Όπως όταν όλα ήταν μαγικά γύρω σου. Γι’ αυτό μου λείπει η πόλη μου. Κι εσύ φίλε μου που είσαι εκεί, σε παρακαλώ, εκτίμησε τη λίγο και για μένα που τόσο θα ΄θελα να βρίσκομαι εκεί.
Ο Τρύφων Αμπαρτζής γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Πτολεμαΐδα. Σπούδασε Πολιτικός Μηχανικός στη Θεσσαλονική και τα τελευταία χρόνια διαμένει στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας όπου εργάζεται στον τομέα του με εξειδίκευση στις Μεταφορές. Από τον Φεβρουάριο του 2016 εργάζεται ως τεχνικός σύμβουλος σε θέματα Οδικής Ασφάλειας στο Δημαρχείο του Γουλβερχάμπτον. Είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του “Οργανισμού για Συμβούλους και Μηχανικούς” για όσους εργάζονται στο “φυσικό ή τεχνητό περιβάλλον” (AssociationforConsultancyandEngineering)και πρόεδρος Ηνωμένου Βασιλείου στο κομμάτι για άτομα κάτω των 35. Εκπροσωπεί τα συμφέροντα του οργανισμού ανά την Ευρώπη στο συμβούλιο Νέων Μηχανικών Ευρώπης (EuropeanYoungEngineers) η έδρα του οποίου σύντομα θα μεταφερθεί στις Βρυξέλλες για να τεθεί υπό την αιγίδα του Ευρωπαϊκου Οργανισμού Μηχανικών (FEANI).