ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξαν στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου;
Μετά από μια σειρά ετών συνεχών πιέσεων, καταδιώξεων, βίαιων εξισλαμισμών, αλλά και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή που ακολούθησε, οι ξεριζωμένοι Έλληνες του Πόντου κατάφεραν όχι μόνο να ξανασταθούν στα πόδια τους προσφεύγοντας στη μητέρα Ελλάδα, αλλά και να διατηρήσουν ανόθευτη τη γλώσσα, τη θρησκεία και τα έθιμά τους. Η Θεσσαλονίκη ήταν αυτή που “υποδέχτηκε” και το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων, καθώς 30.000 αστικού πληθυσμού εγκαταστάθηκε στην πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ άλλες 33.000 στα γύρω χωριά του νομού, συμβάλλοντας παράλληλα στην οικονομική και πνευματική ανάπτυξη του τόπου και στην αποκατάσταση των προσφύγων με τη δημιουργία των πρώτων σωματείων.
Οι τόποι προσωρινής εγκατάστασης των Ποντίων στη Θεσσαλονίκη (1925 – 1926) και η συμμετοχή τους στα εκπαιδευτικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου, ήταν τα θέματα που συζητήθηκαν μεταξύ άλλων, και παρουσιάστηκαν εκτενώς σε επιστημονική ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο δημαρχείο Θεσσαλονίκης, σε διοργάνωση της 1ης Δημοτικής Κοινότητας, με τίτλο «από τον Εύξεινο στη Θεσσαλονίκη: Η εγκατάσταση των Ποντίων στην πόλη».
Στην αρχή της ημερίδας αποδόθηκε τιμή στην πρώην πρόεδρο της «Μέριμνας Ποντίων Κυριών», Άννα Θεοφυλάκτου, σε αναγνώριση των πολύχρονων προσπαθειών και της σπουδαίας συμβολής της στη διατήρηση της μνήμης του ποντιακού ελληνισμού. Η «Μέριμνα Ποντίων Κυριών» αποτελεί το μακροβιότερο και – δη γυναικείο – Ποντιακό σωματείο, το οποίο ιδρύθηκε στην Τραπεζούντα το 1904 ως «Αδελφότης των Κυριών Τραπεζούντας η Μέριμνα» και ξεριζωμένη κι αυτή από την Τραπεζούντα μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, με την επωνυμία «Μέριμνα Ποντίων Καυκασίων Κυριών Μακεδονίας», με σκοπό να προστατέψει τους πρόσφυγες, τις χήρες και τα ορφανά που μαζί με τις περιουσίες τους έχασαν και τις οικογένειές τους.
Σύμφωνα με τη μελέτη του Δρ. Οικονομολόγου Ευάγγελου Χεκίμογλου, στηριζόμενη στον Τύπο της εποχής και κυρίως σε δείγμα 1000 δηλώσεων προσφύγων, από το αρχείο της Εθνικής Τράπεζας – οι οποίες υποβλήθηκαν το 1925 – 1926 και κατέγραφαν τη διεύθυνση κατοικίας κάθε προσφυγικής οικογένειας – διαπιστώθηκε ότι στην πρώτη φάση της εγκατάστασης των προσφύγων, δηλαδή το 1925 – 1926, η συντριπτική πλειονότητά τους προτίμησε να παραμείνει σε πρόχειρους καταυλισμούς μέσα στην πόλη. Μάλιστα υπήρχε σαφής τάση εγκατάστασης ομοχωρίων σε μικρή γεωγραφική ακτίνα. Ο κύριος τόπος της προσφυγικής εγκατάστασης ήταν το τμήμα της Θεσσαλονίκης, πάνω από την οδό Αγίου Δημητρίου, εκεί δηλαδή απαντούσαν συγκεκριμένοι πυρήνες εγκατάστασης.
«Με άλλα λόγια αυτό που έχουμε στο μυαλό μας ως εντός των τειχών της Θεσσαλονίκης, ακόμη και τα κεντρικά της σημεία, δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα άθροισμα προσφυγικών καταυλισμών.
Εντός των τειχών λοιπόν βρίσκουμε το 51% των Ποντίων, το 39% στην ανατολική Θεσσαλονίκη και το 10% στη δυτική Θεσσαλονίκη, κατά το έτος 1925 – 1926, σύμφωνα με όσα προκύπτουν από την επεξεργασία των δηλώσεων που αναφέρουν τη διεύθυνση κάθε οικογένειας. Αντίθετα, στους πρόσφυγες από την Καισάρεια το ποσοστό για όσους βρίσκουμε εντός των τειχών είναι περίπου το ίδιο, υπάρχει όμως μια σοβαρή διαφορά στην ανατολική και δυτική Θεσσαλονίκη. Κοινό στοιχείο είναι η προτίμηση στην παλιά πόλη, ωστόσο το ποσοστό των Ποντίων στην ανατολική Θεσσαλονίκη είναι διπλάσιο των Καϊσαρλήδων, ενώ στη δυτική συμβαίνει το αντίστροφο», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Χεκίμογλου παρουσιάζοντας τη μελέτη του κατά τη διάρκεια της ημερίδας.
Η εγκατάσταση των Ποντίων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη: ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξαν στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου;
Με τον ερχομό των Ποντίων προσφύγων, πραγματοποιήθηκε παράλληλα και μια σημαντική αλλαγή στη φυσιογνωμία της πόλης, η οποία ταυτίστηκε με την εγκατάσταση χριστιανικού πληθυσμού στη θέση μουσουλμανικού πληθυσμού. Εκτός όμως από τη θρησκευτική, εξίσου σημαντική ήταν και η κοινωνική μεταβολή. Οι κατοικίες των εύπορων μουσουλμανικών μεσοστρωμάτων σε τόπο προνομιακό, με θέα, άνεση χώρου, αυλές, δέντρα και καθαρό αέρα καταλήφθηκαν προς ώρας από το αυριανό προλεταριάτο της πόλης, χαρακτήρα που απέκτησαν οι πρόσφυγες, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς τους ως πρόσφυγες και ανεξάρτητα από τις επαγγελματικές ασχολίες τους στον Πόντο.
Η συμμετοχή των Ποντίων στα εκπαιδευτικά δρώμενα της Θεσσαλονίκης του μεσοπολέμου
Καθοριστική ήταν η συμβολή των προσφύγων μαθητών στην εκπαιδευτική ζωή του τόπου, καθώς και μεγάλων προσωπικοτήτων της ιστορίας της νεοελληνικής εκπαίδευσης και των γραμμάτων γενικότερα, οι οποίοι συνδέονται με τον Πόντο, όπως παιδαγωγοί της εμβέλειας του Ματθαίου Παρανίκα, που ήταν διευθυντής στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας.
Τα βασικότερα εκπαιδευτικά ιδρύματα στον Πόντο, όπως το Φροντιστήριο της Τραπεζούντας, της Αργυρούπολης, το Γυμνάσιο της Αμισού, το Φροντιστήριο της Κερασούντας, αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό κράτος ως ισότιμα των σχολείων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και με το απολυτήριό τους οι απόφοιτοι επιτύγχαναν την εγγραφή τους στο Πανεπιστήμιο.
«Με τους πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη έχουμε τη σύμμειξη του νέου στοιχείου με το παλιό. Οι ξεριζωμένοι αυτοί Έλληνες έφεραν στη νέα τους πατρίδα το πνεύμα ενός παλιού πολιτισμού και την αντίληψη μιας ανώτερης κοινωνικής ζωής. Στην επιστήμη και στα γράμματα είχαν σημαντικούς εκπροσώπους. Τη σύμμειξη λοιπόν αυτού του νέου στοιχείου με το παλιό τη βλέπουμε οι ιστορικοί της εκπαίδευσης πάρα πολύ καλά στο υλικό των σχολείων της Θεσσαλονίκης. Ξεφυλλίζοντας τα μαθητολόγια των σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της πόλης μας, βλέπει κανείς την αναμόρφωση του εκπαιδευτικού χάρτη της πόλης. Αναμορφώνεται η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη», ανέφερε στην ομιλία της η ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ, Ρούλα Ζιώγου – Καραστεργίου.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέθεσε, στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από την απελευθέρωση (λίγο πριν το 1912), το 1909 – 1910 λειτουργούσαν οκτώ πρωτοβάθμια και δύο δευτεροβάθμια ελληνικά σχολεία. Το 1920 – 1921 τα πρωτοβάθμια σχολεία γίνονται 20 και τα δευτεροβάθμια τέσσερα. Το 1922 – 1923 τα πρωτοβάθμια σχολεία ανέρχονται στα 26 και τα δευτεροβάθμια στα πέντε, ενώ δέκα χρόνια αργότερα, το 1932 – 1933 ο εκπαιδευτικός χάρτης της πόλης περιλαμβάνει 66 πρωτοβάθμια και εννέα δευτεροβάθμια σχολεία. Δηλαδή οκταπλασιάζονται τα πρωτοβάθμια σχολεία και πενταπλασιάζονται τα δευτεροβάθμια. Εμπλουτίζεται επομένως, ο αριθμός των μαθητών και των μαθητριών κάθε χρόνο. Πιο αναλυτικά, στο πρώτο γυμνάσιο αρρένων το 1921 – 1922 εγγράφονται στο μαθητολόγιο 362 μαθητές. Το 1922 – 1923, την επόμενη δηλαδή χρονιά, οι μαθητές γίνονται 472, με τους πρόσφυγες να είναι οι περισσότεροι από αυτούς. Έτσι λοιπόν διαπιστώνεται το γεγονός, σε όλα τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Θεσσαλονίκης να εγγράφεται ένας μεγάλος αριθμός προσφύγων μαθητών και μαθητριών.
Από το συνολικό ποσοστό των προσφύγων που κατάγονταν από την ανατολική Θράκη, τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, το ποσοστό των Ποντίων αποτελούσε το 13% στο συνολικό αριθμό των προσφύγων. Αναφορικά με την πόλη προέλευσης, διαπιστώνεται ότι οι περισσότεροι μαθητές και μαθήτριες κατάγονται από την Τραπεζούντα, ενώ αμέσως μετά έρχεται η Σαμψούντα.
Ως προς την υποδοχή των προσφύγων στα σχολεία, χαρακτηριστικό είναι το άρθρο στην εφημερίδα των Βαλκανίων, στις 20 Οκτωβρίου του 1922, όπου αναφέρεται ότι «οι μαθητές του πρώτου και δεύτερου γυμνασίου αρρένων της Θεσσαλονίκης διοργανώνουν ποδοσφαιρικό αγώνα, τα έσοδα του οποίου διαθέτουν για τους πρόσφυγες συμμαθητές τους».
Η εγκατάσταση των Ποντίων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη: ποιος ήταν ο ρόλος που έπαιξαν στην πνευματική ανάπτυξη του τόπου;
Τη σχέση του Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιου με τους Ποντίους πρόσφυγες, παρουσίασε ο καθηγητής του ΑΠΘ, Αθανάσιος Καραθανάσης, τονίζοντας ότι ήδη από το 1917 ο Γεννάδιος καταγόμενος και ο ίδιος από τους ευλογημένους τόπους της μικρασιατικής πατρίδος, φρόντιζε για τα μικρά ορφανά προσφυγόπουλα που είχαν φτάσει στην πόλη μας από τα μέρη της Τουρκίας και της Βουλγαρίας.
Το εργατικό κίνημα στη Μικρά Ασία από τις απαρχές έως τη δεκαετία 1920
Στο εργατικό κίνημα στη Μικρά Ασία έως τη δεκαετία του 1920 αναφέρθηκε ο καθηγητής του ΑΠΘ, Αλέκος Δάγκας, σύμφωνα με τον οποίο παντού στον Πόντο υπήρχαν εργάτες, κεραμουργοί, μαρμαρογλύπτες, κατασκευαστές, οικοδόμοι. Όμως επρόκειτο για στρώματα αδρά και όχι συγκροτημένα, σε σύγκριση για παράδειγμα με τις μεγάλες βιομηχανικές χώρες της Δύσης ή με τη Ρωσία.
«Δίπλα στον Πόντο, στο Βατούμ, υπήρχαν οργανωμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και οργανωμένη εργατική τάξη. Υπήρχαν εργατικές διεκδικήσεις και στιβαρό πολιτικό κίνημα. Το 1902 έφτανε ο απόηχος στον Πόντο από τις ταραχές που γίνονταν στο Βατούμ. Εργάτες διεκδικούσαν αύξηση ημερομισθίων, παρατηρούνταν συγκρούσεις με την αστυνομία, φυλακίσεις εργατών, εξορμήσεις των εργατών να τους απελευθερώσουν, φόνοι και τραυματισμοί δεκάδων εργατών. Ισχυρό κίνημα υπήρχε επίσης στη Γεωργία, σε αντίθεση με τον Πόντο που η εργατική κίνηση ήταν αργή, ακριβώς διότι οι αντικειμενικές συνθήκες – το επίπεδο ανάπτυξης της εργατικής τάξης και οι υποκειμενικές συνθήκες – το επίπεδο συνειδητοποίησης μέσα στην εργατική τάξη, η απουσία αστικής τάξης, η οποία εμφυτεύει τις νεωτεριστικές ιδέες στους αμόρφωτους, στους αδαείς εργάτες, όλες αυτές οι συνθήκες συνηγορούσαν σε ένα επίπεδο χαμηλής δυναμικότητας για την ανάπτυξη εργατικού κινήματος στην περιοχή του Πόντου» περιέγραψε ο κ. Δάγκας.
Από το Βατούμ, όλη η σειρά των λιμένων στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας είχαν μία εργατική κίνηση. Στα Σούρμενα, υπήρχαν ορυχεία μαγγανίου, υπήρχε παραγωγή κεραμικών, λινάρι καλής ποιότητας με το οποίο φτιάχνονταν υφάσματα. Στο λιμάνι της Τραπεζούντας υπήρχε πολύ καλή βιομηχανία βυρσοδεψίας, στο λιμένα στα Πλάτανα γινόταν εξαγωγή καπνού, προϊόν αιχμής που στέλνονταν στις αγορές της δυτικής Ευρώπης, καθώς και ξυλεία για επιπλοποιία, στο λιμένα της Τρίπολης γινόταν επίσης εξαγωγή ξυλείας, στο λιμένα της Κερασούντας και της Σαμψούντας γινόταν εξαγωγή καπνού. Ο καπνός της Σαμψούντας – της Αμισού μαζί με τον καπνό της Μπάφρας αποτελούσαν τα καλύτερα καπνά της περιοχής. Τα προϊόντα αυτά δημιουργούσαν σύμφωνα με τον κ. Δάγκα, την αντίστοιχη εργατική τάξη, η οποία συνιστούσε εργατική αριστοκρατία, καθώς οι καπνέμποροι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν τους ειδικευμένους εργάτες για να παραγάγουν αυτό το προϊόν πολυτελείας.
Επιπλέον, στο λιμένα της Σινώπης γινόταν εξαγωγή καπνού, δερμάτων και μαλλιού, στην Αμάσεια κάτω από την Αμισό υπήρχαν πέντε ατμόμυλοι, στοιχείο πολύ προοδευτικό για εκείνη την εποχή, καθώς αποτελούσε την αρχική βιομηχανική υποδομή της περιοχής. Στην Κρώμνη, στα παράλια μετά τη Σινώπη υπήρχαν ονομαστοί μεταλλουργοί της πόλης και δίπλα στη Σάντα επίσης μεταλλουργοί, οικοδόμοι, μαρμαρογλύπτες.
Στο γιατρό και πολιτικό, Γιάννη Πασαλίδη αναφέρθηκε τέλος, ο δικηγόρος, Γιάννης Νισύριος. Ο Γιάννης Πασαλίδης γεννήθηκε στη Σάντα της Τραπεζούντας από φτωχή αγροτική οικογένεια και κατάφερε να σπουδάσει ιατρική στην Οδησσό και τη Μόσχα. Εγκαταστάθηκε στο Σοχούμ, απ’ όπου ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στον αγώνα της δημιουργίας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Με την ανεξαρτησία της Γεωργίας εκλέχθηκε, το 1918, στο Κοινοβούλιο αυτής, που τότε ήταν ανεξάρτητη της Ρωσίας. Ήταν μάλιστα ο πρώτος σοσιαλδημοκράτης βουλευτής της Γεωργίας. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα και το 1923 εκλέχτηκε βουλευτής Θεσσαλονίκης. Επίσης ο υπήρξε ιδρυτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος, ενός από τους σχηματισμούς του προσχώρησαν στο ΕΑΜ.
ΠΗΓΗ: e-pontos.gr