Η ελληνική κοινωνία, βυθιζόμενη ολοένα και περισσότερο στην οικονομική κρίση ,αντιμετωπίζει έντονα το φάσμα της φτωχοποίησης και της εξαθλίωσης πολλών συνανθρώπων μας.
Η πολιτεία αδυνατεί ή δεν προτίθεται να αντιμετωπίσει και να επιλύσει το μεγάλο πρόβλημα της φτώχιας.
Το κενό αυτό καλείται να αντιμετωπίσει η χριστιανική ελληνική ηθική μέσα από πράξεις αλτρουϊσμού και αλληλεγγύης.
Εν όψει μάλιστα των Χριστουγέννων το αίσθημα αυτό γίνεται έντονα πιεστικό για πολλούς συνανθρώπους μας, που στερούνται ακόμα και από ένα πιάτο φαγητό.
Τους ανήμπορους Έλληνες, που η κρίση τους εξώθησε σε ανέχεια ,τους συμπαραστέκονται πολλοί φορείς: εκκλησία, τοπική αυτοδιοίκηση ,φιλανθρωπικές οργανώσεις και κοινωνικές πρωτοβουλίες .
Όμως η κοινωνία μας δεν μπόρεσε ακόμα να δημιουργήσει ένα σοβαρό φιλανθρωπικό ταμείο, που να στηρίζει αποτελεσματικά τους αναξιοπαθούντες.
Είναι αλήθεια, ότι το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δε συμμετέχει διόλου σε οποιαδήποτε φιλανθρωπία, γιατί δεν εμπιστεύεται τους παραπάνω θεσμούς ή γιατί δεν διέπεται από ουμανιστικά αισθήματα , μια ηθική κοινωνική ασπλαχνία, που ενδεχομένως να οφείλεται σε μια συλλογική κοινωνική φιλαργυρία.
Χαρακτηριστικά αυτής της φιλαργυρίας διαπιστώνονται στη συμπεριφορά του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου, που αντί να καλύψει την κοινωνική του ευθύνη με μια αξιοσέβαστη χρηματική γενναιοδωρία, ασκείται σε ένα μικρό φιλοδώρημα, που θα προσφέρει δίκην ελεημοσύνης σ’ έναν δυστυχισμένο επαίτη του δρόμου.
Αυτή τη στοιχειώδη πράξη δεν την υιοθετεί ο φιλάργυρος, ( τσιγκούνης) που επιλέγει μπροστά στην εικόνα της δυστυχίας του συνανθρώπου του να ισχυροποιεί το δικό του εγώ νιώθοντας δυνατός και πετυχημένος.
Οι άνθρωποι, που αρνούνται την αλληλοβοήθεια διέπονται από τον φόβο να μην υποτροπιάσουν και βρεθούν στην θέση του επαίτη. Ένα συναίσθημα που καταλύει τη συλλογική συνείδηση και την αλληλοκατανόηση του ανθρώπου.
Στις παραδοσιακές κοινωνίες της ανατολής, όπου τα χριστιανικά ήθη προκαθόριζαν σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνικές συμπεριφορές, θεσμοί, όπως η αργατία ( δωρεάν εργασία) στον Πόντο, και τα δώσια ( κοινωνικά δώρα) ήταν υποχρεωτικά από τους έχοντες προς τους μη έχοντες. Το δικαίωμα στα βασικά αγαθά μπορεί να μην ήταν συνταγματικά κατοχυρωμένο, ήταν όμως ηθικά και θεολογικά επιβεβλημένο.
Οι λαϊκές παροιμίες ήταν τόσο διδακτικές και διάχυτες, που στις μέρες των Χριστουγέννων επέβαλαν συμπεριφορές προσφοράς και όχι αποταμίευσης.
Εξ άλλου ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε διακηρύξει ότι: ΄΄ ο άπληστος είναι χειρότερος και από τον ψυχωτικό ΄΄
Στον ποντιακό πολιτισμό η φιλαργυρία ήταν ασθένεια, νεύρωση και απεχθής συμπεριφορά. Τον φιλάργυρο, αυτόν που φείδονταν ακόμα και ένα κομμάτι ψωμί, τον χαρακτήριζαν: ( εγουευτέα, τσιφούτ’,, εβραίον, σπιχτόν, σπιχτοχέρ’, σπιχτωτόν, )
Οι παραπάνω χαρακτηρισμοί γίνονταν πιο καταγγελλτικοί από τις δεκάδες παροιμιώδεις εκφράσεις, που χρησιμοποιούσαν κατά του άπληστου ,γλίσχρου και φιλάργυρου τύπου.
Έναν βούραν αλεύρια τον εφτωχόν ‘κι δί’. ή το παρόμοιο :ας ατόν κερέτσ’ ‘κι τρώς.
Για τον άκρως σπαγκοραμμένο : τον Θεόν ατ’ πα ‘κι θυμιάζ’..!
Για τον υπερβολικά φιλάργυρο : το σκατόν ατ’ πα ξεραίν’ και τρώει ατό..!
Γι’ αυτόν που η οποιαδήποτε προσφορά είναι αδύνατη: ας ατόν κορώνα ‘κι γαστρούται…
Στο τέλος όμως όλη αυτή η ψυχοπαθολογία μετατρέπει τον ίδιο τον άνθρωπο σε θύμα του πάθους του, έτσι ώστε ακόμα και τα βασικά αγαθά να μην μπορεί να τα απολαύσει, όπως το καθημερινό του ψωμί: τη τσιγκούν’ το ψωμίν πολλά πικρόν έν…..!
Τις άγιες μέρες της αγάπης που έρχονται ας προσπαθήσει ο καθένας μας να μετατρέψει την πικρία και την απαισιοδοξία του σε πράξεις αγάπης και προσφοράς. Γιατί ένα είναι βέβαιο, ότι, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να δώσει αγάπη, είναι αδύνατο να τη δεχτεί….