Το Κόλντερε μέχρι το 1790 εμφανιζόνταν στους χάρτες ως μουσουλμανικό χωριό ,μετά όμως τα ορλωφικά αποικήθηκε από Έλληνες της Μάνης και σε λίγα χρόνια έγινε αμιγώς ελληνικό ,με λίγες τουρκικές οικογένειες στην άκρη του χωριού από την άλλη μεριά του ποταμού Ντερέ .
Στα 1905 το Κόλντερε αριθμούσε 700 ελληνικά σπίτια με 1500 Έλληνες κατοίκους.
Μετά το 1912 έξω από το Κόλντερε εγκαταστάθηκαν τούρκοι, πρόσφυγες, από την ανατολική Θράκη και τη Βοσνία περίπου 100 οικογένειες, που δεν μπόρεσαν όμως ποτέ να προοδεύσουν αλλά δούλευαν ως εργάτες και παραγιοί στους Έλληνες του Κόλντερε. Τους πήρε στη δούλεψή του Ο χαλίλ’ Αγάς, ένας τούρκος τσιφλικάς, που είχε το τσιφλίκι του κοντά στο διπλανό χωριό Μετεβελί.
Στο χωριό οι Κολτεριώτες έδειξαν την αγάπη τους στην Παναγιά, που τους προστάτεψε από τη σφαγή μετά τα Ορλωφικά.
Το πιο πιθανόν όμως είναι να ανιστόρησαν οι φυγάδες από την Κανδήλα της Αρκαδίας το μοναστήρι τους, που ήταν αφιερωμένο στην Παναγιά της Κανδήλας.
Η εκκλησία της Παναγιάς χτίστηκε στο κέντρο της νέας τους εγκατάστασης, σ’ ένα πλάτωμα, όπου γύρω από το προαύλιο της οι Μανιάτες έποικοι ξαναέχτισαν το νέο τους χωριό στη βάση μιας αρχαίας παράδοσης, όπου τα δημόσια κτήρια έπρεπε να βρίσκονται όλα μαζί στο κέντρο του χωριού. Αυτά τα κτήρια τα ονόμαζαν ΄΄ κοινό ΄΄ .
Η χωροταξία του κοινού απαιτούσε όλα τα δημόσια κτήρια να χτίζονται στο κέντρο του χωριού. Εκεί μετά το χάτι χουμαγιούν, όταν απέκτησαν το δικαίωμα στην ανεξιθρησκία, οι Κολτεριώτες έφεραν πόντιους ουστάμπασηδες ( χτίστες ) και έχτισαν την όμορφη εκκλησιά της Παναγιάς. Για το χτίσιμο της εφάρμοσαν έναν πρωτότυπο τρόπο μεταφοράς της πέτρας, που την πελεκούσαν στο κοντινό λατομείο έξω από το χωριό και την μετέφεραν χέρι- χέρι οι ενορίτες, που είχαν σχηματίσει μια ανθρώπινη αλυσίδα από το λατομείο μέχρι την εκκλησία. Η ενοριακή εκκλησιά της Παναγιάς στο Κόλντερε, μεγάλη και επιβλητική, χωρούσε μέσα όλους τους Κολντεριώτες. Όταν μάλιστα έφτασε ο Πλαστήρας με το τάγμα του στο Κόλντερε, τις πρώτες ημέρες διανυκτέρευσε μέσα στην εκκλησία, που τους χώρεσε όλους.
Μπαίνοντας στο προαύλιο της εκκλησίας στο δεξιό μέρος ήταν οι αίθουσες του τετραθέσιου σχολείου και τα σπίτια του παπά, του καντηλανάφτη και των δασκάλων. Αριστερά ήταν η Εκκλησία, βασιλικού ρυθμού μετά τρούλου, με το καμπαναριό της να δεσπόζει αριστερά από την είσοδο.
Στο ύψωμα πάνω από την εκκλησία ήταν τα νεκροταφεία του χωριού.
Τα σπίτια του Κόλντερε ήταν συνήθως διώροφα με κήπους γεμάτους με οπορωφόρα δέντρα και εποχιακά λουλούδια στις αυλές ,περιφραγμένα με τοίχο.
Έξω από το χωριό υπήρχε το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, που ήταν χτισμένο σ’ ένα γραφικό μέρος, όπου σχηματίζονταν ένα δασωμένο μέρος στην όχθη του ποταμού Ντερέ. Λίγο παρακάτω υπήρχε και η λιθόχτιστη βρύση τους που την ονόμασαν έξω βρύση.
Εκεί έπαιζαν και κολυμπούσαν τα παιδιά και εκεί ξεδιψούσαν, όταν πήγαιναν να μαζέψουν κανά φορτίο γλυκόριζες.
Κάθε δεκαπενταύγουστο, ημέρα γιορτής της Παναγιάς, στο παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής οι Κολντεριώτες έβαζαν τα στιβάνια τους ( μεγάλες μπότες), τα κεφαλομάντηλα τους και τα τσόχινα γελεκάκια τους με τα ωρολόγια τα χρυσά, και τα μαχαίρια στα ζωνάρια και γιόρταζαν τη χάρη της..
Έπαιρναν τα πλούσια εδέσματα τους τα σιροπιαστά γλυκά και τα πεντανόστημα κατιμέρια τους ( πίτες στο τηγάνι) και κάθε οικογένεια έστρωνε τις λιχουδιές και έτρωγε κατάχαμα στο γρασίδι, διασκεδάζοντας στην όμορφη εξοχή του χωριού τους.. Μετά την οινοποσία άρχιζε το γλέντι που κρατούσε μέχρι το βράδι. Πρώτες στο τραγούδι η Θεοφάνα η Λιόκαινα, η Καραγιαννάκου η Ελένη (Αλμύριζα) μαζί με την γλυκόλαλη Θεοχαράκου Γεωργία ( Γιωργούλα) άρχιζαν το γαϊτανάκι με τα ατέλειωτα δίστιχα. Το Γαϊτανάκι, ένα ατελείωτο ποιητικό ερωτικό δράμα, παρόμοιο με αυτό του Ερωτόκριτου ήταν μια ιερωτελεστία που ερμηνεύονταν συλλογικά σαν την αρχαία τραγωδία. Ιδιαίτερα η Θεοφάνα, πονεμένη από τα βέλη του έρωτα, γιατί τον αγαπημένο της τον σκότωσε ο αδελφός της και από τότε έδωσε όρκο πίστης και δεν ξαναπαντρεύτηκε… Τραγούδαγε όμως τον έρωτά της και η ερωτική της φωνή της διαπερνούσε τις καρδιές των Κολτεριωτών .
Μετά τις γυναίκες κορυφαίοι χορωδοί οι άντρες: Ο Βάγγελος ο Τασόπουλος μαζί με τον Μαμούτα το Βάγγελη, πρώτοι στα τραγούδια, δεν τους έφτανε κανείς στα τραγούδια της τάβλας και στα κλέφτικα της Μάνης. Όταν όμως άρχιζαν τους πονεμένους αμανέδες έμπαινε στο τραγούδι και ο αοιδόφωνος ο Σπύρος ο Σακκάκος.
Τι ζεμπέκικα μόρτικα, τι σκερτσόζικοι καρσιλαμάδες , τι χασάπικα βαριά, τι συρτοί και μπάλοι ,όλα τα χόρευαν , δεν ξέχναγαν ούτε τα κλέφτικα τσάμικα της Μάνης.
Με την Αγιά Παρασκευή όμως ήταν συνδεδεμένοι με βιωματικούς θρύλους, που σημάδεψαν τη ζωή τους στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας.
Είχαν περάσει χρόνια πολλά, κάπου κοντά στα 1821 με την ελληνική επανάσταση, όταν οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό . Τότε οι Κολντεριώτες έφυγαν κυνηγημένοι και πήραν το ρέμα για να γλυτώσουν, έχοντας μαζί τους και την εικόνα της Αγίας Παρασκευής .. Προσευχήθηκαν στη χάρη της να τους γλυτώσει και τότε μια μαυροφόρα γυναίκα βρέθηκε πίσω τους και έριξε μια άσπρη σκόνη… και ευθύς το ρέμα γέμισε ομίχλη και δεν έβλεπες τίποτα. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν τόσο πολύ ,που άφησαν τους Κολντεριώτες κι έφυγαν… Εκείνη η μαυροφόρα ήταν η Αγία Παρασκευή, έλεγαν, και προσεύχονταν πάντα στη χάρη της.
Οι Κολτεριώτες , παλικάρια, με στριφτά μουστάκια και μ’ αγέρωχο βλέμμα, μόλις έπιναν κανά ποτηράκι ρακί, άρχιζαν τα πειράγματα και τα χωρατά γελώντας και διασκεδάζοντας μέχρι το πρωί. Τα καφενεία του Κόλντερε, τριγύρω στην πλατεία με το σιντριβάνι, ήταν πάντα γεμάτα και οι ναργιλέδες και το ρακί χαλάρωναν τους αγρότες
από την κούραση και τον κάματο της γης.
Στην κορυφή του λόφου χτίσανε και την εκκλησία του προφήτη Ηλία όπου κάθε Τρίτη του Πάσχα έκαναν λιτανεία. Εκεί έχτισαν και τον ανεμόμυλο του χωριού.
Το πανηγύρι των Κολντεριωτών την ημέρα της Παναγιάς ήταν από τα μεγαλύτερα, αφού συγκέντρωνε τους Έλληνες από τα γύρω χωριά, που επιδίδονταν σ’ ένα ελληνοπρεπές γλεντοκόπι μέχρι τα ξημερώματα .
Οι Κολτεριώτες και οι Κολντεριώτισσες έσερναν το γαϊτανάκι και ήταν από τους πιο καλλίφωνους της Σμύρνης. Τα βιολιά και τα σαντούρια μαζί με τα μαντολίνα έδιναν κ’ έπαιρναν, οι γυναίκες με τα μεταξωτά μαντίλια, τα γελεκάκια και τις βράκες χόρευαν με τους άνδρες κοιτάζοντας τους κατάματα χωρίς ντροπή και αναστολή.
Εκεί, δίπλα στο προαύλιο της εκκλησίας, ήταν χτισμένα τα σχολεία και τα δωμάτια των δασκάλων. το ένα από τα σχολεία ήταν το τετρατάξιο αρεναγωγείο με δύο δασκάλους και το άλλο το τριτάξιο παρθεναγωγείο με μία δασκάλα και πενήντα μαθήτριες. Τα έξοδα του σχολείου τα πλήρωναν οι Κολντεριώτες και ανέρχονταν συνολικά σε 65 λίρες το χρόνο ,ενώ οι δάσκαλοι χρηματοδοτούνταν από το ελληνικό κράτος.
Οι τελευταίοι δάσκαλοι του χωριού ήταν ο Γρηγοράκος, ο Σουσούρης με τη γυναίκα του, την Αργυρώ, η Μαργαρίτα Νικηφοράκου, δασκάλα πολύ μορφωμένη αλλά και πολύ αυστηρή που χειροτονούσε τους αμελείς μαθητές κατά τα πρότυπα της εποχής.
Η Μαργαρίτα Νικηφοράκου του ήρθε προσφυγοπούλα στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στη Λαμία και μετά από 50 χρόνια ,το 1972, ήρθε στο Ανατολικό να δει τους μαθητές της. Εκεί, μπροστά στο καφενείο του Σακκάκου, η δασκάλα σε βαθιά γεράματα και οι μαθητές της γέροντες αγκαλιάστηκαν και φιληθήκαν και αναπόλησαν το τελευταίο τους μάθημα, στις 24 Αυγούστου το 1922,γιατί μετά τους χώρισε ο βίαιος ξεριζωμός!
Ο Τσαούσης Χαράλαμπος θυμάται εκείνη την ημέρα και κάποιους συμμαθητές του από την Ά τάξη του Δημοτικού Σχολείου του Κόλντερε το 1922 !
΄΄ Εγώ πήγαινα σχολείο με τους: Γκαλά Γιώργο, Δεληδήμο Φώτη, Καραγιαννάκο Στέργιο, Κατσάκο Γιώργο, Κολοβάκο Γιώργο, Μιμικάρα Ιωάννη, Ντουλουκάκο Κώστα, Σταμάκο Μιχάλη, Μηνάκου Αθηνά, Μυτηλινιού Ευσταθία, Τσαούση Βασιλεία, Μαυρουδή Σοφία, Αντωνάκου Αναστασία, Χ/Πανάγου Βασιλεία, Τασοπούλου Αθηνά, Νατσάκου Αναστασία, Κανδυλιώτου Αγγελική, Δεληδήμου Βασιλεία.΄΄
Αν και οι Κολτεριώτες είχαν την οικονομική άνεση να σπουδάσουν τα παιδιά τους,
τα περισσότερα τελείωναν μόνο το δημοτικό σχολείο και ασχολούνταν στην συνέχεια με την γεωργία και το εμπόριο.
Παρόλα αυτά όμως υπήρχαν και παιδιά ,που εκείνα τα χρόνια σπούδασαν, όπως τα παιδιά του Τασόπουλου Κωνσταντίνου. Ο Κωσταντής ήθελε με κάθε θυσία να σπουδάσει τα δυο του αγόρια ! το μεγάλο του γιό, τον Παναγιώτη, αφού τελείωσε το σχολαρχείο της Σμύρνης, τον έστειλε στη Γαλλία και σπούδασε γιατρός, ενώ το μικρότερο, το Βαγγέλη τον έστειλε στη Λειψία της Γερμανίας και σπούδασε πολιτικές και οικονομικές επιστήμες.
Μόλις τελείωσαν και γύρισαν στο Κόλντερε οι Τούρκοι θέλησαν να τους επιστρατεύσουν και τότε αυτοί διέφυγαν και ήρθαν στην Ελλάδα .
Ο μεν Παναγιώτης έγινε στρατιωτικός γιατρός, ο δε Ευάγγελος υπάλληλος του υπουργείου Πρόνοιας.
Όταν ξέσπασε ο μικρασιατικός πόλεμος κατατάχθηκαν και οι δύο εθελοντές και υπηρέτησαν στο μικρασιατικό μέτωπο.
Ο Ευάγγελος πιάστηκε και έμεινε δύο χρόνια αιχμάλωτος των Τούρκων από το 1920 μέχρι το 1923, όπου απελευθερώθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια του μικρασιατικού πολέμου ο Παναγιώτης έγινε φίλος και κουμπάρος με τον Πλαστήρα, του οποίου έγινε και προσωπικός γιατρός.
Το Ιατρείο του το εγκατέστησε στην Μαγνησία όπου και πρόσφερε τις ιατρικές του υπηρεσίες αφιλοκερδώς στους συμπατριώτες του Κολτεριώτες.
Στην Ελλάδα μετά το 1922 υπηρέτησε ως ιδιαίτερος στο γραφείο του Ελευθέριου Βενιζέλου και από τη θέση αυτή βοήθησε στην αποκατάσταση των προσφύγων.
Ο Ευάγγελος Τασόπουλος έγινε δάσκαλος και θα υπηρετήσει στο Καριοχώρι και στο Ανατολικό. Το 1944 και πριν ξεσπάσει ο εμφύλιος πόλεμος σκοτώθηκε από τους αριστερούς.
Μαρτυρίες: Σακκάκος Ν. Κάβουρας Ν. Δεληδήμος Φ. Μιμικάκος Σ. Τσαούσης Χ. Τασόπουλος Ε. Δεληδήμος Β. Μιμικάρα Μ.