του Χαρίτωνα
Καρανάσιου
Η οικονομική κρίση ανέδειξε μεταξύ άλλων και τα ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης Ελλάδος. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ψυχολόγος να τα αντιληφθεί. Χαιρόμαστε σαδιστικά να κλέβουμε το κράτος και τους Συνέλληνες, υποσκάπτοντας το σύνολο, και τώρα που καταρρέουμε, καθένας την πληρώνει –λίγο ή πολύ. Όλοι το ξέραμε ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή, αλλά όλοι το απωθούσαμε στο υποσυνείδητο. Τώρα που βγήκαν όλα στη φόρα πέσαμε σε κατάθλιψη, άγχος και απραξία. Είμαστε σαδομαζόχες. Σαν μικρά χαζά παιδιά.
Κατά βάσιν όλοι είμαστε ψυχικά άρρωστοι. Απλώς δεν το ξέρουμε. Κάποιοι λίγοι το ξέρουν, είτε επειδή δεν άντεξαν τα νεύρα τους, ή είναι άνθρωποι πνευματικοί με αυτογνωσία. Οι Αρχαίοι μας το ήξεραν καλά. Διαβάστε Ηράκλειτο ή Ευριπίδη. Κάνει μπαμ! Το ίδιο λέγει και η εκκλησία. Ο άνθρωπος από (κατά φύσιν) ψυχοσωματική φύση, στην οποία το πνεύμα κυριαρχούσε επί της σαρκός, δηλ. τις εγωιστικές επιθυμίες ηδονής, ακολουθώντας τις επιθυμίες του έγινε δέσμιος των παθών του (παρά φύσιν), και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ξεχάσει την προτέρα φύση του. Τα λέει και ο Πλάτωνας στο «Συμπόσιο»! Έτσι, τα πάθη έγιναν δεύτερη φύση, και επήλθε λήθη του μεγαλείου που κρύβει ο άνθρωπος. Πρέπει λοιπόν να νικήσουμε τη δεύτερη φύση μας!
Όσο περνούν τα χρόνια οι άνθρωποι ξεχνιόμαστε και περισσότερο. «Πες μου ένα ψέμα ν’ αποκοιμηθώ», τραγουδά ο Άσιμος. Ξεχνάμε όλο και περισσότερο ότι είμαστε άρρωστοι, κάνουμε τη ζωή μας πιο περίπλοκη, και γεμίζουμε το ψυχολογικό κενό με όλο και πιο μοντέρνα σαβούρα. Καθένας βρίσκει το ναρκωτικό που τον βολεύει για να πορεύεται, το οποίο όμως δρα στην ψυχή υπόγεια, γι’ αυτό και δεν φαίνεται η αλλοίωση της ψυχής. Κοινός παρονομαστής όλων η ικανοποίηση του Εγώ, το «να περνάμε καλά», η ηδονή της σαρκός (ως αντίθετη του πνεύματος). Αργά ή γρήγορα όμως, όπως τώρα, όλοι έρχονται αντιμέτωποι με το πρόβλημα του ψυχολογικού κενού. Οι περισσότεροι θα τα παίξουν, άλλοι θα χαπακώνονται. Κάποιοι, τέλος, συνεχίζουν τον «ύπνο του δικαίου». Χωρίς αγώνα πνευματικό όμως δεν γίνεται.
Όλα ξεκινούν από τον εγωισμό, την υπερηφάνεια, την ηδονή, λένε οι καλόγεροι. Οι ψυχαναλυτές λένε το ίδιο: αιτία των ψυχικών νόσων είναι ο ναρκισσισμός. Πατάμε τους άλλους να βολευτούμε εμείς (σε επάγγελμα, πολιτική, σχέσεις), τσακωνόμαστε, κλέβουμε, κατακρίνουμε. Αν δεν φας, θα σε φάνε. Τρέχουμε στην ουσία για μπαρμπούτσαλα. Είμαι και ο πρώτος, οι άλλοι στα κομμάτια. Έτσι, τρέφεται και ικανοποιείται το εγωιστικό θηρίο μέσα μας. Αυτό είναι σαδισμός, αλλά στην ουσία είναι μαζοχισμός, γιατί την ψυχή μας καταστρέφουμε. Είμαστε αυτοκαταστροφικοί. Βαυκαλιζόμαστε ότι εμείς τα καταφέραμε, γιατί είμαστε εξυπνάκηδες. Οι άλλοι είναι τα κορόιδα που πληρώνουν, οι χαζοί που κάθονται και τους κλέβω. Φουσκώνει ο κοκορίκος, η κακία αυγατίζει καταπίνοντας αδύναμους –καλούς και κακούς–, αλλά είναι κούφια, δεν έχει θετική ψυχική δύναμη. Το κακό και η καταστροφή είναι εύκολα, το καλό και η δημιουργία δύσκολα. Έτσι επωάζεται η μανιοκατάθλιψη, που είναι η μεγιστοποίηση του κενού Εγώ, η έξοδος από τα όρια του Εγώ, για να κατασπαράξουμε σαδιστικά τον πλησίον. Και αυτό γίνεται βέβαια εις βάρος της ψυχής μας και των νεύρων. Κάποια στιγμή συναντάμε έναν δυνατότερο κακό από μάς, αφού προς την κορυφή της πυραμίδας του κακού, της εγωιστικής «επιτυχίας» πορευόμαστε. Με το πρώτο δυνατό χτύπημα, ξεφουσκώνουμε και σπάνε τα νεύρα.
Υπάρχουν φυσικοί και ανθρώπινοι νόμοι, υπάρχουν όμως και πνευματικοί. «Ό,τι κάνεις θα το βρεις μπροστά σου, είτε καλό είτε κακό». Κι ευτυχώς που το βρίσκουμε μπροστά μας, καθώς έτσι μάς δίδεται η ευκαιρία να επανορθώσουμε, και να γιατρευτεί η ψυχή μας. Πρέπει όμως να αντιληφθούμε με ταπείνωση το σφάλμα, και να έχουμε τη θέληση, την ανδρεία και την υπομονή να το αντιμετωπίσουμε. Δεύτερος κανόνας: «Η οδύνη που επακολουθεί από το κακό είναι πολλαπλάσια από την ηδονή που αρχικά σου δίνει». Π.χ., το κάπνισμα ή η γυναίκα σου δίνουν λίγη ευχαρίστηση, αλλά μπορεί να σου βγάλουν καρκίνο. Άλλος κανόνας: «Το λάθος σου είναι η ποινή σου». Και ένα ακόμη: «Το πρόβλημα που συναντάς σού αποκαλύπτει τη δύναμη ή την αδυναμία σου». Και ένα τελευταίο παρόμοιο: «Όταν αντέχεις ένα μεγάλο κακό, έχεις τουλάχιστον τόση θετική δύναμη, όση είναι η αρνητική δύναμη του κακού». Τα μικρά και μεγάλα προβλήματα δηλ. της ζωής είναι ο δείκτης της ψυχικής μας κατάστασης. Γι’ αυτό τα προβλήματα τα λέμε «βάσανα, δοκιμασίες» –η ελληνική λέξη για το τεστ είναι δοκιμασία–, γιατί ελέγχουν και δοκιμάζουν τη δύναμή μας, αλλά και την ισχυροποιούν. Να το πω και ποδοσφαιρικά: η δύναμη μιας ομάδας δεν θα φανεί όταν παίζει με την Κολοπετινίτσα, αλλά με τη Ρεάλ. Γι’ αυτό και τα προβλήματα είναι ευλογίες, είναι ευκαιρίες να δείξουμε τι αξίζουμε, να ενεργοποιήσουμε τα τάλαντά μας, και να μην παραμείνουμε βόδια. Γι’ αυτό οι Άγιοι ήταν οι πιο δυνατοί: Νίκησαν το δυνατότερο πρόβλημα που ξεπερνά όλα τα πάθη μαζί, τη (φυσιολογική) επιθυμία του ανθρώπου για ζωή, νίκησαν τον θάνατο, και έτσι έγιναν πλήρως ελεύθεροι. Τι άλλο χειρότερο μπορούσαν να πάθουν;
Όσοι τα βρίσκουν πλέον σκούρα ζορίζονται από εγωισμό –στις ΗΠΑ κάποιοι αυτοκτονούν επειδή έχασαν το πρότερο υψηλό κοινωνικό status!–, γιατί γκρεμίστηκε η εικόνα που είχαν για τον εαυτό τους, αλλά και η εικόνα του εαυτού τους που προέβαλλαν προς τους άλλους. Το Εγώ γκρεμίστηκε, και κλαίμε σαν γυναικούλες, ψάχνοντας να βρούμε κακούς υπεύθυνους –που υπάρχουν–, αλλά δεν καταλογίζουμε καμία ευθύνη στο Εγώ μας, τον κύριο υπεύθυνο. Έτσι, ολοφυρόμεθα στα ερείπια της ζωής που ονειρευόμασταν για τον εαυτούλη μας, δεν αποδεχόμαστε την ήττα, και σαν μικρά παιδιά βγάζουμε πείσμα για την τραγωδία, επιτυγχάνοντας μόνο να σπάσουμε τα νεύρα μας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της μανιοκατάθλιψης.
Υπάρχουν και χειρότερα. Αφού η κατάσταση είναι μαύρα χάλια, και με τα νεύρα δεν αλλάζει τίποτε, κλεινόμαστε στο καβούκι της εσωστρέφειάς μας, σαν κάποια μικρά παιδιά, που όταν δεν γίνεται το δικό τους, πρώτα δοκιμάζουν με τσιρίδες και τα σπασίματα, και μετά κλείνονται στο δωμάτιο και κλαψουρίζουν με παράπονο ότι κανείς δεν τους αγαπά. Αποδεχόμαστε δηλ. την κατάσταση παθητικά, βολευόμαστε ψυχολογικά στη μιζέρια, αντί να κάνουμε κάτι τέλος πάντων. Κι αυτό είναι το χειρότερο. Και με τη Ρεάλ να παίζεις, κάνε τουλάχιστον ένα σουτ, μια φάση, ένα κόρνερ, αλλιώς είσαι για τα μπάζα. Έτσι γινόμαστε ασμπόρστοι, πιστεύουμε ότι η κοινωνία μάς αδικεί και μάς χρωστά, γινόμαστε μίζεροι παραπονιάρηδες, που είναι κολλημένοι με το απατηλό όνειρο του εγωισμού τους. Περιχαρακωνόμαστε στον ιδεατό φαντασιακό μας κόσμο, και δεν θέλουμε να ξεκολλήσουμε από τη θλίψη που επιφέρει η πραγματικότητα. Μας αρέσει να νιώθουμε μαζοχιστικά αδύναμοι μέσα στην ασφάλεια της ανασφάλειάς μας. Πού να τρέχω τώρα… Σαν τα καημένα…
Υπάρχουν όμως και ακόμη χειρότερα. Αφού κανείς δεν μάς δίνει σημασία, μάς πιάνει αγχώδης κατάθλιψη. Άγχος για τα προβλήματα, ενοχές για παλιές βλακείες, ταραχή για το παρόν, φοβία για το μέλλον. Από το πολύ φούσκωμα στην έλλειψη αυτοπεποίθησης, στα συμπλέγματα κατωτερότητος, στην εξαφάνιση της προσωπικότητας. Από την υπερβολή του Εγώ, στην έλλειψη της αυτοσυνείδησης. Από τον σαδισμό στον μαζοχισμό, από την οίηση στην απελπισία και την απόγνωση. Από αρχηγός, άβουλο ον. Ψάχνουμε από κάπου να κρατηθούμε, να ακούσουμε έναν παρηγορητικό λόγο, κάτι να μας δώσει θάρρος. Έτσι, χτυπάμε την ψυχή μας σαν χταπόδι κυκλοθυμικά μια στον ένα τοίχο και μια στον άλλο.
Η φύση ξέρει, και όταν υπερβούμε τα σωματικά ή ψυχικά όριά μας, αντιδρά. Κάποια στιγμή, με μια σοβαρή δυσκολία, με ένα τσίμπημα βελόνας, η φούσκα σπάει, το Εγώ σκάει σαν καρπούζι. Τη θέση της κενο-δοξίας, της αγριάδας, παίρνει η ανασφάλεια και η φοβία για το μέλλον. Ωρυόμαστε στο σπίτι, στη δουλειά, στις παρέες μας, όπου μάς παίρνει τέλος πάντων, αλλά στους δυνατούς καθόμαστε σούζα, και λουφάζουμε απέναντι σε κάθε είδους εξουσία. Βρίζουμε τους πολιτικούς, αλλά πάλι τους γυροφέρνουμε και τους ψηφίζουμε. Μετέχουμε στα «παιχνίδια εξουσίας», και προσαρμοζόμαστε σαν χαμαιλέοντες κατά περίπτωση. Όπως τα μικρά παιδιά: φωνές στους γονείς, αλλά στον δάσκαλο τσιμουδιά. Στα εύκολα «μαγκιά», στα δύσκολα ψαρούκλες. Είμαστε, όπως λέγει ο φίλος Νίκος Π., στα εύκολα ταχατιάηδες, αλλά στα δύσκολα κρυώνδες και ασμπόρστοι. Τέλος όμως οι τσάμπα μάγκες. Στα δύσκολα σε θέλω.
Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Ως λαός, ως κοινωνία αλλά και προσωπικά, «φάγαμε ήττα». Ή θα το παραδεχθούμε ή θα τρελλαθούμε. Το πρώτο βήμα είναι η αποδοχή της πραγματικότητας, όχι ως κάτι φυσικού, αλλά ως υπαρκτού που καλούμαστε να αλλάξουμε. Ακόμη κι αν δεν φταίξαμε καθένας προσωπικά σε τίποτε, αυτή είναι η κατάσταση. Ή θα ενεργοποιηθούμε, ή θα γίνουμε χαπάκηδες και φυτά. Όχι λοιπόν επανάπαυση, αλλά προσπάθεια ρεαλιστικής αντιμετώπισης. Χρειαζόμαστε ταπείνωση, ώστε να καταλάβουμε πού κάναμε λάθος, αλλά και ποια είναι η ευθύνη των άλλων. Ούτε αυτομαστίγωμα ούτε όλο το φταίξιμο στους άλλους. Χρειαζόμαστε και ανδρεία και υπομονή, ώστε να αλλάξουμε τον εαυτό και την ψυχή μας, και όσο εξαρτάται από μάς και τον περίγυρό μας. Της ηδονής λένε οι Πατέρες έπεται η οδύνη. Πρέπει να περάσεις από κόλαση να θεραπευτείς. Πρέπει να ζοριστείς. Η ζωή θέλει καλή μαγκιά. Μια το κακό, μια εγώ. Επτά θα πέσεις, οκτώ να σηκωθείς. Δεν πρέπει «να μας πάρει από κάτω».
Πρέπει να το πάρουμε αλλιώς. Να κάνουμε τα πάντα αντίστροφα. Πρώτα η ψυχή, μετά οι επιθυμίες. Όπου φερόμασταν σκληρά και με νεύρα, να είμαστε πράοι και γαλήνιοι, όπου λουφάζαμε, να έχουμε θάρρος, ό,τι μάς έκανε ανασφαλείς, να το αντιμετωπίζουμε με σταθερότητα και αισιοδοξία. Αντί για κατάθλιψη, χαρά. Αντί για μίσος, αγάπη. Αντί να παίρνεις, δώσε. Αντί για οίηση, ταπείνωση. Αυτό είναι η αρχή: η συνειδητοποίηση και ο αγώνας. Και τότε όλα αλλάζουν. Σιγά σιγά όμως, με υπομονή και κόπο.
Ναι, αλλά χρειαζόμαστε περιεχόμενο ζωής. Χρειαζόμαστε πίστη, πραότητα, εγκράτεια, ό,τι είχε ο παππούς Άη-Νικόλας. Το κυριότερο είναι η αγάπη. Αυτό που κάναμε μέχρι τώρα ήταν να παραγκωνίζουμε σαδιστικά τους άλλους, και μετά να απομονωνόμαστε στον εγωισμό, την εσωστρέφεια, το άγχος, τα νεύρα και τις ανασφάλειες. Η αγάπη σε βγάζει έξω από το καβούκι σου. Και για να μην παρεξηγούμαστε με γλυκερές προσεγγίσεις: Αγάπη δεν είναι απλώς ένα συναίσθημα. Αγάπη δεν είναι να πιάσω τον πλησίον και να τον αγκαλιάσω. Αγάπη είναι θυσία, αλλά και κάτι ακόμη βαθύτερο. Αγάπη σημαίνει, υπάρχω επειδή υπάρχει ο πλησίον, υπάρχω για τον πλησίον. Υπάρχω επειδή, όπως λένε οι Πατέρες, έχω σχέση με τον πλησίον. Ακόμη και ο Θεός δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του, γι’ αυτό είναι τριαδικός! Δηλαδή, αν υπήρχε Θεός χωρίς ανθρώπους, θα ήταν σαν να μην υπάρχει. Ποιος θα νοιαζόταν. Η σχέση μου με τον διπλανό μού δίνει οντότητα, ζωή, λόγο ύπαρξης. Μόνον ο διάολος και ο εγωιστής θέλει να είναι μόνος. Και αυτό είναι η κόλαση: η μοναξιά. Στην ουσία και ο καταθλιπτικός από εγωιστική μοναξιά πάσχει, γι’ αυτό και νιώθει κόλαση. Όλοι οι άνθρωποι είμαστε συγκοινωνούντα δοχεία, ένα πλέγμα, ένα δίχτυ με κόμβους. Άντεξε τον άλλο με τα ελαττώματά του, όσο μπορείς, και όλα θα αλλάξουν. Κάνε νησίδες αγάπης και αλληλεγγύης. Μόνον έτσι θα προχωρήσουμε. Μόνον όλοι μαζί. Και το μεγάλο μυστικό της ψυχής είναι ότι μόνον όταν δίνει, πολλώ μάλλον όταν δίνεται ολοκληρωτικά, τότε παίρνει. Εμείς όμως, στην καλύτερη περίπτωση κάνουμε κάνα ευρώ τάχα μου ελεημοσύνη, αλλά η ψυχή μας είναι γεμάτη από το Εγώ. Αυτά όμως δεν μπορούν να υφίστανται μόνον ως έννοιες. Πρέπει να προσωποποιηθούν, αλλιώς θα είναι θεωρητικούρες και καλά λογάκια για παιδάκια. Τέλος πάντων, θέλουμε ένα παράδειγμα. Αυτό έκανε ο Χριστός: δόθηκε ολοκληρωτικά, γιατί είναι η προσωποποιημένη Αγάπη. Αλλιώς, τί ζόρι τραβούσε να βγει από τη βόλεψή του για ταχατιάηδες.
Πρέπει επιτέλους να βρούμε το μέτρο, τον ρυθμό μας, αυτό που λένε οι καλόγεροι «διάκριση». Το έλεγε και ο Αρχίλοχος ποιητικά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι κάτι σταθερό, μία σταθερά, όπως λένε και στα μαθηματικά, για να μην παραπαίουμε. Η ευμάρεια, το κυνήγι της επιτυχίας και της άνεσης με το «έτσι κόλπο», το Εγώ εν τέλει, αποδείχθηκε παγίδα. Το βιώνουμε συλλογικά ως λαός. Πρέπει να βρούμε μια αληθινή σταθερά. Η εκκλησία το φωνάζει, ο Χριστός είναι η μόνη σταθερά. Και αυτό δεν είναι μια κούφια μπαρούφα, όσο κούφια κι αν προφέρεται. Ακόμη κι αν ο Χριστός δεν ήταν Θεός, ο άνθρωπος άντεξε όλη τη βλακεία και την κακία του κόσμου, και του αξίζει να είναι Θεός. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Ο δρόμος που σφράγισε ο Χριστός με τον λόγο και το αίμα του, ήταν ο δρόμος του Εσύ. Και αυτό είναι το πλέον επίκαιρο μήνυμα. Αν δεν νοιαστούμε καθένας για τον άλλο και το σύνολο, η (κάθε) κυβέρνηση θα βάζει μια κουκούλα, όπως οι δωσίλογοι, και όποιον πάρει ο χάρος, μέχρι να μας ξεκάνει όλους. Εκτός αν είμαστε σαδομαζοχιστές και αυτοκαταστροφικοί ή βλάκες. Και μην ξεχνάμε: Χαμηλά τη μπάλα…