Κατά τη μεγάλη γιορτή των Φώτων και του Φωτισμού, όπως την αποκαλούν οι πιστοί, ο λαός πιστεύει ότι τα μεσάνυχτα της παραμονής ανοίγουν τα ουράνια και εμφανίζεται το Άγιο Πνεύμα «εν είδει περιστεράς». Και τότε επικαλούνται οι πιστοί την φώτισή του, για να τους καθοδηγεί σε έργα αγαθά, ανθρώπινα και οικογενειακής αρμονίας. Οι παραδόσεις της ημέρας αυτής διαφοροποιούνται από περιοχή σε περιοχή.
Προ ετών είχα περιγράψει πώς γύριζαν οι παπάδες στις ενορίες τους, για να αγιάσουν τα σπίτια με το αγιασμένο νερό που το κουβαλούσαν σε χάλκινο δοχείο. Σήμερα θα περιγράψω το έθιμο που τηρούσε η γειτονιά «τα’ Καρατζέζ’ του σκουλιό», όπως χαρακτηριστικά ελέγετο τότε ο δρόμος της γειτονιάς που σήμερα λέγεται Χ. Μούκα – παλιά αδιέξοδο – και συναντά την Κοβεντάρου μπροστά από την είσοδο του 3ου Δημοτικού σχολείου. Για την παράδοση αυτή πληροφορήθηκα την ημέρα των Θεοφανείων από συγγενή μου αειθαλή γέροντα 85 ετών. Επαληθεύεται και πάλι αυτό που κατά καιρούς γράφω, ότι θα πρέπει να φροντίζουμε να συγκεντρώνουμε στοιχεία από τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας για γεγονότα που αφορούν την πόλη μας κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, γιατί τα έζησαν και μπορούν να τα αφηγηθούν.
Η φετινή ημέρα των Θεοφανείων 1993 θύμισε παλιές εποχές, γιατί χιόνιζε πυκνά. Τα πάντα είχαν καλυφθεί από το χιόνι, και όταν βγήκαμε από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου μετά τη ρίψη του σταυρού στην κολυμβήθρα, οι περισσότεροι χρησιμοποίησαν ομπρέλες, για να προστατευτούν από τα χιόνι. Ήταν μια εικόνα πολύ όμορφη, τα δένδρα της πλατείας όλα χιονισμένα, μια ζωγραφιά τόσο γοητευτική χάρη στο χρωστήρα του Κυρίου με τις λευκές νιφάδες Του, που σου μένει στη μνήμη για πάντα. Στον αυλόγυρο της εκκλησίας ήταν τοποθετημένη κυκλική δεξαμενή με βρυσούλες γύρω γύρω, απ’ όπου και έπαιρνες το αγιασμένο νερό, αφού έμπαινες στη γραμμή της μεγάλης ουράς που σχημάτιζαν οι πιστοί. Ο συγγενής μου γέροντας μου έδωσε ένα μπουκάλι, για να του πάρω αγίασμα, για να μην περιμένει στην ουρά. Με ευχαρίστησε και μου λέει, ότι η μέρα αυτή έτσι όπως είναι χιονισμένη του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια και τα έθιμα της γειτονιάς του, τα οποία θα μου αφηγηθεί, για να τα γράψω. Έχουν, νομίζω, ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η μνήμη του γέροντα δούλευε καθαρά και τον έφερνε πίσω εβδομήντα πέντε χρόνια και πλέον. Επειδή μου λέει τηρεί τις παραδόσεις και τον ευχαριστούν, νιώθει ότι ζει την παλιά εποχή. Γι’ αυτό θα επισκεφθεί τώρα την ανεψιά του, την λένε Περιστέρα, γιόρταζε χθες, αλλά ήταν νηστίσιμη μέρα και δεν πήγε, θα πάει τώρα, όπως πήγαιναν και παλιά μετά την «απόλ’σ’ τα’ς εκκλησιάς». Με προσκάλεσε να πάω μαζί του να τα πούμε όλα πίνοντας και το κοκκινέλι. Η ανεψιά έχει δικό της σπιτίσιο κρασί. Δέχτηκα μετά χαράς, και αφού πήρα μια ανθοδέσμη, πήγαμε στην ανεψιά του, την Περιστέρα.
Μόλις φθάσαμε, η ανεψιά Περιστέρα, ο άνδρας της και ο γιος της, ασπάστηκαν το χέρι του θείου τους. πόσο ανθρώπινη συμπεριφορά, πόσος βαθύς σεβασμός! Όπως συνηθίζεται στα Κοζανίτικα σπίτια αυτές τις μέρες, προσφέρουν πιάτο με γιαπράκια, πίτα και λουκάνικα, δεν μπορείς να αρνηθείς, όλα γευστικά και άφθονα, τα τιμήσαμε και ευχαριστήθηκε και η οικοδέσποινα. Στο τέλος είχε σαλιάρια νηστίσιμα και τα κερνούσαν την προηγούμενη του Ιορδάνη, που είναι νηστίσιμη μέρα μαζί με άλλο γλυκό μη νηστίσιμο. Σε μια τέτοια ωραία ατμόσφαιρα άρχισε να μου αφηγείται ο σεβαστός και αειθαλής γέροντας τα συμβαίνοντα στη γειτονιά του το 1920.
Το σπίτι του ήταν στη γωνία της οδού Χ. Μούκα αριστερά, εκεί που είναι σήμερα το καφενείο «Κεντρικό». Αναφέρω τα ονόματα αυτών που κατοικούσαν στη γειτονιά, για να τα μαθαίνουν και τα εγγόνια και όσα από τα παιδιά τους βρίσκονται εν ζωή, και να αναπολήσουν τις ευχάριστες ώρες που περνούσαν στην ήρεμη ανθρώπινη γειτονιά τους. όπως μπαίνουμε στο στενό από δεξιά ήταν τα σπίτια των τόλιου Ηρακλή και Ματιώς, Πιτσέλη Ζήση και Χιονάτας, Λιόντα Βασίλη ή Βασιλιά και Μαριγώς, Παϊβούρη ή Παμπόρα Νικολάου και Μαριγώς, Παϊβούρη Μήκα και Νιούκους, Καρακίτσιου Γιώργου και Βινέτους και τέλος Τσιώρα Γιάννη και Μαριγώς. Από αριστερά επάνω προς την έξοδο τα σπίτια Σακελλάρη Ντίνα και Κατίγκους, Ρόμπαπα Νιάκου και Μαριγώς, Κρανιώτη Μιχάλη και Άννας, Ασημοπούλου Νικολάου και Δόμνας, Χατζηγιαννάκη Παύλου και Αγνής, Χατζηγιαννάκη Ντιόντιου και Μαριάνθης και τέλος Κορκά Νάνου και Μαριγώς. Ήταν μια γειτονιά με ανθρώπους που είχαν μεγάλο δέσιμο μεταξύ τους, αλληλοβοηθούνταν και είχαν ομαδική συμμετοχή στα γεγονότα, είτε χαρούμενα είτε λυπητερά ήταν αυτά που συνέβαιναν στους γείτονες. Το πνεύμα αυτό είχε αναπτυχθεί στη διάρκεια της τουρκοκρατίας και συνεχίστηκε και έκτοτε. Το καλντερίμι δε του στενοσόκακου ήταν πάντοτε πεντακάθαρο από τη φροντίδα των νοικοκυρισσών. Το απόγευμα της Κυριακής αραδιάζονταν όλες οι γυναίκες μπροστά στου «τζαντέ» (γωνία κεντρικού δρόμου), και παραδίπλα οι κοπέλες κάνανε «σιργιάν» αυτούς που περνούσαν, μια που ο δρόμος ήταν κεντρικός και μπορούσε να φανεί κανένας γαμπρός για τα ελεύθερα κορίτσια. Για τον τρόπο των συνοικεσίων θα γράψουμε άλλη φορά.
Οι θρησκόληπτες γειτόνισσες περίμεναν με αγωνία να νυχτώσει την παραμονή των Θεοφανείων, για να συγκεντρωθούν, όπως έκαναν κάθε χρόνο, στο σπίτι της Μαριγώς Λιόντα που είχε μεγάλο «σιχνισίν» και αραδιάζονταν σ’ αυτό όλες. Αναφέρω τα ονόματά τους: Ματιώ Τόλιου, Χιονάτα Πιτσέλη, Μαριγώ Παϊβούρη, Βινέτου Καρακίτσιου, Μαριγώ Τσιώρα, Κατίγκου Σακελλάρη, Μαριγώ Ρόμπατα, Άννα Κρανιώτη, Δόμνα Ασημοπούλου, Αγνή Χατζηγιαννάκη, Μαριγώ Κορκά και Βούβλια Σουλτάνα. Οι γυναίκες είχαν μαζί τους λαμπάδες αλλά και φωτογραφίες των παιδιών τους που ήταν φαντάροι από πολλά χρόνια – ήταν τη χρονιά του 1920 – και παρακαλούσαν το Άγιο Πνεύμα να φωτίσει τους τρανούς να κάνουν ειρήνη και να γυρίσουν τα παιδιά στα σπίτια τους. Η Μαριγώ τα’ Νάνου μάλιστα είχε τρεις για στρατιώτες, τον Παύλη, τον Λιόλιο και τον Ντίνα. Αν αργούσε να ‘ρθει κάποια γειτόνισσα, την φώναζαν. Πολλές φέρναν και τα μικρά τους παιδιά, όσα άντεχαν στο ξενύχτι. Έτσι και ο γέρων αφηγητής, ηλικίας τότε 10 ετών, παρευρέθη ε αυτή τη συνάντηση, καθώς τον είχε πάρει η μάνα του μαζί της. Τα άλλα τρία αδέλφια του ήταν στρατιώτες. Παρακολουθούσε όλη αυτή τη μυσταγωγία της θρησκευτικής παράδοσης με βαθιά προσήλωση και κατέγραφε στη μνήμη του τις εικόνες των προσευχομένων γυναικών. Σήμερα μετά από 75 χρόνια θυμάται το γεγονός με λεπτομέρειες, σαν να έγινε χθες. Είχε τόσο πολύ ευχαριστηθεί η παιδική του ψυχή, ώστε πήγε και τα επόμενα χρόνια μέχρι το 1925. η οικοδέσποινα Μαριγώ τις κερνούσε γλυκό μελιτζανάκι που ήταν τότε από τα επίσημα γλυκά – το κερνούσαν τις μεγάλες γιορτές, ενώ η κολοκύθα ήταν γλυκό της σειράς καθημερινό. Κάθε τόσο κοιτούσαν το παμπάλαιο ρολόι που είχε κληρονομιά η Λιόντινα από τους προγόνους της και το είχαν φέρει από την Πέστη. Όλις πήγε η ώρα 12:00 τα μεσάνυχτα, σηκώθηκαν όλες και σε στάση ευλάβειας ύψωσαν τα χέρια προς τον ουρανό, παρατηρώντας πότε θα ανοίξουν τα ουράνια και θα φανεί το Άγιο Πνεύμα. Με την τυφλή και απόλυτη πίστη των απλών και θεοσεβούμενων γυναικών έλεγαν ότι το Άγιο Πνεύμα, μετά τη φανέρωσή του κατά τη βάπτιση του Χριστού, εξακολουθεί έκτοτε να φανερώνεται και την παραμονή των Θεοφανείων, και όποιος είναι πιστός και καλός Χριστιανός το βλέπει με τη μορφή του φωτός. Άλλωστε οι ύμνοι της ημέρας ψάλλουν: «Μέγας ει, Κύριε, ημείς οι φωτισθέντες βόωμεν…Δόξα των φανέντι Θεώ». Καθεμιά αναφωνούσε ότι κάτι βλέπει, να, τώρα ένα φως κατεβαίνει, τα ουράνια είναι ανοιχτά, ομαδικό θρησκευτικό παραλήρημα, να ταυροκοποιούνται, να δοξάζουν τον Κύριο και να επικαλούνται τη φώτισή Του. αμέσως μετά άναβαν τις λαμπάδες και έφευγαν προς τα σπίτια τους με ιερή αγαλλίαση που στάθηκαν τυχερές να φανερωθεί στα μάτια τους το Άγιο Πνεύμα. Φτάνοντας στα σπίτια τους άναβαν το καντήλι, ξυπνούσαν όλη την οικογένεια, για να προσευχηθούν μαζί κάνοντας 40 μετάνοιες και ευχαριστώντας τον Κύριο που ευδόκησε να τους φωτίσει το Άγιο Πνεύμα τη νύχτα αυτή, την Αγία νύχτα των Θεοφανείων. Μοναδική θρησκευτική λατρεία συνδυασμένη με τον μυστικισμό των ταπεινών αυτών γυναικών που πίστευαν βαθύτατα ότι μ’ αυτό που κάνουν, δείχνουν την πίστη τους και ευλάβειά τους προς τον Κύριο, αισθανόμενες παράλληλα ότι αυτές και οι οικογένειές τους είναι καλοί χριστιανοί και ότι θα τύχουν της ευλογίας του Κυρίου. Και ακόμα, με την απλή και άδολη σκέψη τους, πως ο Πανάγαθος και Παντοδύναμος Θεός θα τους προστατεύει από κάθε κακό στη ζωή τους.
Αυτά συνέβαιναν προ και μετά το 1920 στη μικρή μας κοινωνία και στη γειτονιά «τα’ Καρατζέζ’ του σκουλιό». Εποχή που φέρνει στη μνήμη των σημερινών ογδοντάρηδων και άνω ημέρες νοσταλγίας της όμορφης και ανθρώπινης ζωής των κατοίκων της πόλης μας με τις ποικιλόμορφες αγνές παραδόσεις.
Το κείμενο αυτό είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο μου «ΚΟΖΑΝΙΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ» Από τη μνήμη στη νοσταλγία, εκδόσεως 2001. Στην ενότητα «Θρησκευτικές γιορτές και πανηγύρια».
Γιάννης Κορκάς