Χαρίτων Καρανάσιος
Ο άνθρωπος γεννιέται tabula rasa, όπως λένε και οι φιλόσοφοι, καθώς το μωρό που γεννιέται δεν έχει προλάβει να κάνει τίποτε ακόμη, αλλά αυτός ο «άγραφος χάρτης» έχει κάποιες πληροφορίες μέσα του (ας πούμε τσιπάκι), που περιμένουν τον άνθρωπο να τις ενεργοποιήσει. Ο άνθρωπος δηλ. δεν γεννιέται ούτε καλός ούτε κακός, αλλά έχει μέσα του δυνάμεις. Πάθη τα λένε οι Πατέρες της εκκλησίας. Αυτό είναι το περίφημο «κατ’ εικόνα». Οι δυνάμεις αυτές και το «κατ’ εικόνα» μεταφέρονται στο παιδί από τους γονείς μέσω των γονιδίων – η περίφημη κληρονομικότητα. Το θέμα είναι πώς θα χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του στη συνέχεια, γι’ αυτό και η διαπαιδαγώγηση είναι κεφαλαιώδους σημασίας για το παιδί. Από τη μια είμαστε εικόνα Θεού, πλασμένοι εν δυνάμει θεοί, και καλούμαστε να ενεργοποιήσουμε τον Θεό μέσα μας, από την άλλη έχουμε την κακή έξη από το προπατορικό αμάρτημα, που δεν είναι απλώς μια παρακοή του Αδάμ, το συμβολικό μήλο, αλλά όλη η συσσωρευμένη κακία, δηλ. η βλακεία και οι κακές έξεις του ανθρώπινου είδους μέχρι σήμερα, στο τέλος-τέλος, η κακή και αντιστραμμένη (=διεστραμμένη) χρήση των δυνάμεων. Με μια λέξη: εγωισμός με πολλά ποδάρια, όσα και ο εξωαποδώ.
Τα χάλια μας τα ξέρουμε. Μοιάζουμε με κακομαθημένα παιδιά. Είμαστε άρπα κόλλα, λαπάδες, κηφήνες, μάστορες της ήσσονος προσπάθειας και της χρησιμοθηρίας, κοιτάμε το εύκολο χρήμα, τον τζόγο, διακατεχόμαστε από ανευθυνότητα, φιλοτομαρισμό, τεμπελιά, είμαστε βολεψάκηδες και λουφαδόροι, παραγωγή μηδέν, αργά τα ζα στις δημ. υπηρεσίες, οι τεχνίτες ανίδεοι, πρέπει να είσαι συνεχώς πάνω από το κεφάλι τους, εκμετάλλευση εργατών, ανυπάκουοι στον νόμο, στην αστυνομία και σε κάθε εξουσία, απείθαρχοι, ατίθασοι, δύσπιστοι, ξεροκέφαλοι, αντάρτες, κανόνας οι πελατειακές σχέσεις και το βόλεμα. Ο πατριωτισμός μας εξαντλείται σε ανέξοδες εθνικοπατριωτικές διακηρύξεις και τη σημαία στο μπαλκόνι στις γιορτές, η φοροδιαφυγή θεωρείται εξυπνάδα –ναι, η φοροδιαφυγή είναι ζήτημα πατριωτισμού–, η αρχαιοκαπηλία πάει σύννεφο, παραχώνουμε και τα αρχαία να χτίσουμε το οικόπεδο, πάσχουμε από εσωστρέφεια και τοπικισμό.
Αμίμητοι στην αγένεια, ψοφάμε για παρεξήγηση, «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;», θρασύδειλοι ψευτόμαγκες, λαϊκιστές, απεργίες και ντου, μπούγιο και μπουλούκι, ποτέ στη σειρά, κλείσιμο δρόμων και λιμανιών για να στάξει το κράτος το επίδομα ή γιατί αφαίρεσαν βαθμό από την ομάδα μας, οχλοποίηση και συρφετός, να κάνει καθείς το κομμάτι και τη φιγούρα του, εύκολοι στις κατηγόριες, κουτσομπολιό, ειρωνεία για τον πλησίον και ψιλό γαζί, ζήλεια για το νοικοκύρεμα του άλλου. Πρωταθλητές στο κάπνισμα και την πλαστική τροφή, ξεφάντωμα στα μπουζούκια, φραπές ατελείωτος στις καφετέριες, τσίπουρα, μεζέδες και μπουζούκια, να «περνάμε καλά». Κομπίνα με συντάξεις, φακελάκια, τυχερά, κατάχρηση φαρμάκων, γέννες με καισαρική ή εξωσωματική, κομπίνες με φάρμακα, λάδωμα, κλεψιά, πολιτικοί χαρτογιακάδες, αμόρφωτοι, ανιστόρητοι και φαφλατάδες, με ξύλινο πολιτικό λόγο και με τα οικτρά ελληνικά, κάποιοι δικαστές λαδώνονται, και αστυνομικοί διαπράττουν ληστείες!
Ως προς την ποιότητα ζωής, οικολογική αναισθησία, βρόμα και δυσωδία σε ό,τι έχει σχέση με κάθε τι κοινό, σκουπιδαριό, κάδοι ανοιχτοί, ανακύκλωση ανέκδοτο, οι δημόσιες τουαλέτες όζουν, πολεοδομικό χάος, πυρκαγιές, οικοπεδοφάγοι, μπετόν πόλεων, πυκνοκατοίκηση, καυσαέριο, γκρέμισμα παραδοσιακών οικιών, αστυφυλία, δημογραφικό πρόβλημα. Παροιμιώδης η οδική μας συμπεριφορά, με το αυτοκίνητο στο περίπτερο για τσιγάρα –καβάλα πάν’ στην εκκλησιά–, ποτέ προτεραιότητα σε πεζούς, γκαζιάρηδες, κορναρίσματα με το παραμικρό, το κόκκινο το κάναμε πράσινο, τσακωμοί στο μποτιλιάρισμα, πρόβλημα πάρκινγκ.
Πολιτιστικό επίπεδο τελείως γκάου: υποβάθμιση γλώσσας, δεν διαβάζουμε βιβλία, η τηλεόραση διαπαιδαγωγεί τα παιδιά μας, τα πρότυπά μας είναι τα «σταματημένα» φρόκαλα, τα «ακατοίκητα» τσόκαρα και οι γλιδεροί κουνιστοί στα πρωινάδικα, χαζοπαιχνίδια, σαχλοσήριαλ και διαγωνισμοί για «ψώνια», ξενομανία, ξένα προϊόντα. Στην Κοζάνη το επίπεδό μας δεν ξεπερνά τα «μπρε μπρε» στους φανούς, ενώ τη Βιβλιοθήκη και την τοπική Ιστορία την πετάξαμε στα αζήτητα. Παλιότερα οι γιαγιάδες στα χωριά, που δεν πήγαν και σχολειό, ήξεραν τουλάχιστον πολλά τραγούδια, ιστορίες και παραμύθια. Τώρα αποχαυνώνονται ακόμη κι αυτές στο χαζοκούτι, κι έχουν το δικό τους σήριαλ που παρακολουθούν!
Κακομαθαίνουμε τα παιδιά μας, τα κάναμε βουτυρομπεμπέδες μαμάκηδες και ανυπάκουους τυραννίσκους, που όταν αργότερα δουν τα δύσκολα θα τα κάνουν πάνω τους και θα τρέχουν σε ψυχίατρους, ψυχαναλυτές ή στη μαμάκα τους. Το μαμαδαριό χτυπιέται για τους βαθμούς των κανακάρηδων στο λύκειο και για το ποιος θα πάρει τη σημαία. Παιδεία απαίδευτη, αμόρφωτα παιδιά, χρησιμοθηρική γνώση, να πετάξουμε τα αρχαία, τη νεοελληνική γλώσσα, τα θρησκευτικά, τα διαγωνίσματα, φοιτητές άσοι στην αντιγραφή, πτυχία χαρτιά, καθηγητές στα σχολεία με ενδιαφέροντα που δεν ξεπερνούν το κουμάρο και τη μπάλα, καθηγήτριες που νοιάζονται για ρούχα και κατινιά –έχω γνωρίσει και ήρωες δασκάλους με ήθος και ρωμαλέα κατάρτιση–, πανεπιστημιακοί αγράμματοι, αναμασούν παλιά βιβλιογραφία ή και μεταφράζουν από ξενόγλωσσα βιβλία.
Είμαστε αρχοντοχωριάτες, ψοφάμε για προβολή και υπερβολή, τρώμε σαν ζώα, αγχωνόμαστε, είμαστε εκδηλωτικοί και φωνακλάδες, συναισθηματικοί χωρίς μέτρο, καταθλιπτικοί και χαζοχαρούμενοι, η τηλεόραση όλο εντύπωση και ταραχή, γελάμε με τα χάλια μας σαν κορόιδα, βλέποντας τον τσάμπα-μάγκα και επαναστάτη της φακής Λάκη, που τσεπώνει τα εκατομμύρια ευρώ. Είμαστε για χαχα-χούχα και κεφτέδια. Για τις γυναίκες, τα παιδιά και την εκκλησία άλλη φορά, γιατί τα έχω μαζεμένα. Για τον στρατό καλύτερα να μην πούμε τίποτε. Καιρός να ωριμάσουμε, να αφήσουμε την εφηβεία και να ενηλικιωθούμε. Με τόσα χούια όμως και άλλα τόσα, πώς να αλλάξουμε; Το πρώτο βέβαια, να κλείσουμε την τηλεόραση. Το πρόβλημα όμως είναι λίγο πιο βαθύ. Πρέπει να γίνουμε αυτό που όντως είμαστε κι όχι να βολοδέρνουμε σαν ραμολιά.
Ο Έλληνας έχει μια σπάνια αρετή: Στα δύσκολα μπορεί, στα εύκολα τα χάνει. Ο διάβολος, η άνεση και το «να περνάμε καλά», μας αποχαύνωσαν. Οι πατέρες λένε ότι το μεγαλύτερο όπλο και κατόρθωμα του διαβόλου είναι ότι αποκοίμισε τον κόσμο, ώστε να ξεχάσει ποιος στ’ αλήθεια είναι, τί δύναμη έχει μέσα του, και τον έστρεψε στα πανηγύρια. Όπως το λέμε όλοι μας απλά: «Να φάμε να πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο πισινός μας». Εκεί είμαστε. Οι καλόγεροι το ξέρουν καλά. Έτσι, ως χειρότερη αμαρτία θεωρούν την ακηδία, την τεμπελιά, τη ραστώνη, το γνωστό μας άραγμα. Γι’ αυτό και στο Άγιον Όρος ξεκινάνε καθημερινά τις ακολουθίες στις 3 τα χαράματα, ενώ κάποιοι κλείνονται μονάχοι σε σπηλιές. Δεν είναι παλαβοί ούτε μαζόχες. Κάτι ξέρουν.
Οι Έλληνες έχουμε αρετές, αλλά δεν τις ενεργοποιούμε, ή, χειρότερα ακόμη, τις χρησιμοποιούμε προς τη λανθασμένη κατεύθυνση, δηλ. το προσωπικό μας όφελος και όχι το συλλογικό. Αυτό ήταν ουσιαστικά το προπατορικό αμάρτημα: Ο Αδάμ κοίταξε τον εαυτούλη του και ήθελε τα εύκολα. Εργαζόμαστε για τη δική μας ηδονή, τον δικό μας ναρκισσισμό, και δεν γνωρίζουμε τί θα πει προσφορά και ταπείνωση. Το είπε ο Χριστός, το λέει και η σύγχρονη ψυχανάλυση με άλλα λόγια. Το πρόβλημα της σημερινής κοινωνίας, το οποίο μάλιστα θα ενταθεί, είναι η κατάθλιψη, η οποία προέρχεται από τον ναρκισσισμό. Ο άγιος γέροντας Αντώνιος Σιατίστης είχε πει σε μια ομιλία του, ότι «θα έρθει καιρός που οι άνθρωποι θα τρελλαίνονται». Τα ψυχολογικά πάνε σύννεφο, και πάμε για ομαδικό σαλτάρισμα, και οι ψυχίατροι δεν προλαβαίνουν!
Ο άνθρωπος περιχαρακώνεται στο εγώ, στο καβούκι του, και στο τέλος απομένει μόνος, μακριά από Θεό και ανθρώπους χωρίς χαρά και γαλήνη. Αυτή είναι η συνέπεια του εγωισμού. Τρέχουμε να ικανοποιήσουμε τις ψεύτικες ανάγκες μας, έλεγε ένας παπάς μαγκιόρος, και κάνουμε τη ζωή μας από τώρα κόλαση, τίγκα στο άγχος. Τρέχουμε προς την κόλαση μπας και δεν την προλάβουμε. Εμείς να είμαστε καλά, και οι άλλοι στα τσακίδια. Οι Πατέρες προτείνουν προς θεραπεία της «αυτοπεριχαράκωσης» την «αλληλοπεριχώρηση». Όταν ανοίξει την καρδιά του ο άνθρωπος στους άλλους αλλά και στη φύση, και βάλει όλους τους ανθρώπους και όλη την Κτίση μέσα του μέχρι το τελευταίο μυρμήγκι και το πιο ταπεινό χορταράκι, όλα αλλάζουν. Τότε ο άνθρωπος νοιάζεται και για το ψωμί του γείτονα αλλά και για το πιο μικρό ταλαίπωρο σκουληκάκι και για το πιο τρυφερό αγριολούλουδο.
Ο άνθρωπος εμφανίζεται διφυής, να έχει μέσα του το καλό και το κακό, τον Θεό και τους δαίμονες. Δεν πλάστηκε έτσι, αλλά αυτή ήταν η ελεύθερη επιλογή του. Από τότε βασανίζεται από το ξερό του το κεφάλι –μας φταίνε βέβαια πάντα οι άλλοι–, και παραπαίει μια στο καλό και μια στο κακό. Ο άνθρωπος πλάστηκε ως ψυχή πνευματική μέσα σε ένα σώμα, που υπάκουε στο πνεύμα του, γι’ αυτό και ήταν ελεύθερος. Από τον Αδάμ και εξής τα πράγματα αντιστράφηκαν: το πνεύμα εγκλωβίστηκε από την εγωιστική επιθυμία της σαρκός, δεν εξαφανίστηκε όμως πλήρως. Δεν μπορεί να εξαφανιστεί, γιατί η ψυχή και το πνεύμα είναι αιώνια. Έτσι, ο άνθρωπος εμφανίζεται σχιζοφρενής, διχασμένος, σκορπισμένος, κατακερματισμένος. «Ου γαρ ό θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ’ ό ου θέλω κακόν τούτο πράσσω … Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Τίς με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;», κράζει ο απ. Παύλος (Ρωμ. ζ΄ 19, 24). Το ζητούμενο είναι η «ενοποίηση του προσώπου». Ενώ δηλαδή καθένας μας, αντί να προχωρά προς τη φυσική του κατάσταση, που είναι η πνευματική, πάει ανάποδα και τραβά το πνεύμα του να το κάνει σάρκα. Το αιώνιο πνεύμα του όμως αντιστέκεται και ο άνθρωπος υποφέρει.
Πρέπει λοιπόν να το πάρουμε αλλιώς, να αλλάξουμε το πρόσημο, να μεταστρέψουμε τα πάθη, να μεταβάλουμε ποιοτικά την ενέργειά μας. Πώς; Απλούστατα: Να μην κοιτάμε μόνον την πάρτη μας, αλλά και τους άλλους. Αγάπη. Κι αγάπη δεν είναι σορόπια και χαζοχαρούμενα αγγελούδια, αλλά κόπος και πόνος για τον άλλο. Και κάτι ακόμη: Αυτάρκεια. «Έμαθον εν οίς ειμι αυτάρκης είναι» (Φιλιππ. δ΄ 11). Και ένα τελευταίο: Αυθεντικότητα, δηλ. αλήθεια. Δεν βαρεθήκατε τα φτιασίδια, το ψέμα και τα δήθεν; Τα τρία Α (Αλήθεια, Αγάπη, Αυτάρκεια) αντιστοιχούν στα τρία μέρη της ψυχής του ανθρώπου, όπως από παλιά το όρισαν οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα: Νους/λογιστικό, Συναίσθημα/θυμοειδές, Θέληση/επιθυμητικόν. Τρία Α λοιπόν, και άλλα τρία Α, ουσιαστικά τα ίδια: Απλότητα, Αθωότητα, Αφέλεια. Για να μην ψάχνουμε μπαλκόνι να πηδήξουμε, ούτε και τα παιδιά μας βιτρίνα για να σπάσουνε ή, σε λίγο, γονείς να μαχαιρώνουνε.