Απλά μαθήματα οικονομίας λαμβάνουμε καθημερινά από τους κυρίους Μπαρόζο και Αλμούνια, απ’ τους τεχνοκράτες και τους απανταχού ευρισκόμενους νεοφιλελεύθερους πολιτικούς. Για όλους αυτούς η οικονομική συνταγή, για την έξοδο από την κρίση, είναι απλή και θυμίζει συνταγή μαγειρικής. Για να βγούμε απ’ την κρίση θα πρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα. Για να μειωθούν τα ελλείμματα πρέπει να μειωθούν τα εισοδήματα των εργαζομένων και οι κρατικές δαπάνες (μείωση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, αύξηση άμεσης και έμμεσης φορολογίας, ελαστικοποίηση της εργασίας κ.τ.λ) και βουαλά έτοιμο το φαγητό. Η κρίση θα ξεπεραστεί.
Αυτό θυμίζει λίγο την ιστορία με τον Χότζα. Ο Χότζας λοιπόν ήθελε να κατασκευάσει έναν στάβλο κόστους 3600 γροσίων, προκειμένου να στεγάσει την αγελάδα του. Τα χρήματα όμως δεν υπήρχαν. Η έλλειψη χρημάτων τον ανάγκασε να αρχίσει να σκέφτεται διαφόρους τρόπους εξεύρεσης χρημάτων και τελικά το βρήκε. Αν μείωνε την τροφή που τάιζε την αγελάδα κάθε μέρα στο μισό, θα εξοικονομούσε κάθε μέρα 10 γρόσια, επί 30 ημέρες τον μήνα ίσον με 300 γρόσια και από το γάλα 10 οκάδες την ημέρα επί 1 γρόσι επί 30 ημέρες το μήνα, άλλα 300 γρόσια, σύνολον 600 τον μήνα, άρα σε 6 μήνες σκέφτηκε τον κατασκευάζω τον στάβλο. Το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή άμεσα, το αποτέλεσμα όμως μετά από έξι μήνες δεν ήταν το αναμενόμενο, γιατί μειώνοντας την τροφή άρχισε να μειώνεται και η παραγωγή του γάλακτος. Στο τέλος είχε τα 300 γρόσια που εξοικονόμησε από την μείωση της τροφής δεν είχε όμως αυτά που υπολόγιζε από το γάλα. Και το σπουδαιότερο, κόντευε να χάσει την αγελάδα απ’ την ασιτία.
Τώρα αν θέλετε να το κάνετε πιο επιστημονικό (για να εντυπωσιάσετε όπως κάνουν οι προαναφερθέντες Μπαρόζοι και λοιποί) βάλτε:
όπου Χότζας = νεοφιλελεύθεροι καπιταλιστές,
όπου στάβλος= επενδύσεις
όπου έλλειψη χρημάτων = δημοσιονομικό έλλειμμα
όπου γάλα = ΑΕΠ
όπου μείωση τροφής = μείωση εισοδήματος και
όπου αγελάδα = εργαζόμενοι.
Έτσι, θα έχετε την ίδια ιστορία με πραγματικούς οικονομικούς όρους ως εξής:
Οι νεοφιλελεύθεροι καπιταλιστές, προκειμένου να ξεφύγουν από την κρίση (που δημιούργησαν οι ίδιοι), αποφάσισαν με το σύμφωνο σταθερότητας ότι πρέπει να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 4% του ΑΕΠ. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει να γίνει μείωση μισθών και αύξηση της φορολογίας. Η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος θα οδηγήσει στην εξυγίανση της οικονομίας και μεσοπρόθεσμα στην αύξηση των επενδύσεων που με την σειρά τους θα οδηγήσουν στην έξοδο από την κρίση. Φυσικά το αποτέλεσμα είναι γνωστό εκ προοιμίου και θα είναι το ίδιο ακριβώς με το αποτέλεσμα της ιστορίας του Χότζα.
Μείωση μισθών σημαίνει μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και κατ’ επέκταση μείωση της κατανάλωσης. Η μείωση της κατανάλωσης σημαίνει αποθάρρυνση των επενδύσεων, συνέχιση της οικονομικής ύφεσης και συρρίκνωση του ΑΕΠ. Αποτέλεσμα; Οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο συνεχών μειώσεων του εισοδήματος των εργαζομένων που οδηγεί στην οικονομική εξαθλίωσή τους, ενώ συγχρόνως δεν είναι δυνατόν να υπάρξει οικονομική ανάκαμψη .
Προκειμένου να δει κανείς τις ρεαλιστικώς πιθανές και κοινωνικά αποδεκτές λύσεις για την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας ίσως θα έπρεπε να ανατρέξει ιστορικά στην αρχή της κρίσης. Στη δεκαετία του ‘80 με την επικράτηση του Αμερικανού προέδρου Ρήγκαν και της Βρετανίδας πρωθυπουργού Θάτσερ, θεωρήθηκε ότι για όλες τις αστοχίες του καπιταλιστικού συστήματος (πληθωρισμός και ανεργία) φταίει το κράτος. Άρα θα έπρεπε να εφαρμοστεί ένα νέο οικονομικό μοντέλο με μικρότερη συμμετοχή του δημόσιου τομέα. Έτσι ξεκίνησε το νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο που στηρίζεται στον έλεγχο της κυκλοφορίας του χρήματος , στη μείωση των κρατικών δαπανών, στη μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, στις ιδιωτικοποιήσεις και στην περικοπή των κοινωνικών παροχών και δαπανών. Συγχρόνως, κλασικά κοινωνικά αγαθά όπως η υγεία, η παιδεία, η κοινωνική ασφάλεια και πρόνοια ανατέθηκαν όλα στον ιδιωτικό τομέα στο όνομα ενός «μικρότερου και πιο ευέλικτου κράτους».
Σε αυτό λοιπόν το καθεστώς οι αγορές λειτουργούσαν «ελεύθερα», αλλά μάλλον η σωστή ορολογία θα ήταν ανεξέλεγκτα. Πίστευαν οι νεοφιλελεύθεροι ότι μόνο έτσι επιτυγχάνεται η ανάπτυξη, πίστευαν ακόμη ότι τα οποιαδήποτε προβλήματα προέκυπταν, θα λύνονταν από τις ίδιες τις αγορές, χωρίς έξωθεν παρεμβάσεις, μέσω του ανταγωνισμού. Αυτή η ανεξέλεγκτη ελευθερία των αγορών έφερε καινούρια σύνθετα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, δισεκατομμύρια ανταλλάσσονταν σε όλο τον κόσμο χωρίς όμως να υπάρχει πραγματικό αντίκρισμα συναλλαγής. Η πολυπλοκότητα αυτών των χρηματοπιστωτικών προϊόντων μαζί με τις ασύλληπτες ταχύτητες ανταλλαγής τους και την παντελή έλλειψη ελέγχου, δημιούργησαν εικονικές υπεραξίες που προσέλκυαν και αντλούσαν κεφάλαια από την πραγματική οικονομία. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και ο κλάδος των ακινήτων προσέδιδαν στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο τρομερούς ρυθμούς ανάπτυξης λόγω των υπερκερδών που παρουσίαζαν, μόνο που αυτά τα υπερκέρδη δεν ήταν αποτέλεσμα παραγωγής αλλά αποτέλεσμα κερδοσκοπικών παιχνιδιών.
Έτσι δημιουργήθηκε μια φούσκα, που οι δυνάμεις της αγοράς από μόνες τους δεν μπορούσαν να ελέγξουν, και πλέον ήταν ζήτημα χρόνου αυτή η φούσκα να εκραγεί. Όταν έσκασε η φούσκα με τα τοξικά ομόλογα των ακινήτων στις Η.Π.Α ξέσπασε και η κρίση, μια κρίση που λόγω της παγκοσμιοποίησης συμπαρέσυρε όλες τις οικονομίες. Οι χρηματοπιστωτικοί οίκοι, που δημιουργούσαν παλιότερα τα υπερκέρδη, τώρα με την ίδια ευκολία καταγράφουν υπερζημίες.
Και τώρα το παράδοξο του νεοφιλελευθερισμού: Σε αυτή την κρίση προκειμένου να σωθούν, οι άλλοτε ζηλωτές του συστήματος, ζητούν την παρέμβαση του κράτους, του ίδιου κράτους που μέχρι τώρα θεωρούσαν τη ρίζα όλων των δεινών του καπιταλιστικού συστήματος. Πολλά κράτη, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, για να αποφύγουν τα χειρότερα στηρίζουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με πολλά δισεκατομμύρια. Η κρίση όμως παραμένει, σημεία ανάκαμψης δεν φαίνονται, η ανεργία στις Η.Π.Α και στην Ε.Ε μεγαλώνει και η κατανάλωση μειώνεται δημιουργώντας οικονομική ασφυξία στις επιχειρήσεις. Τα μέτρα που πάρθηκαν μέχρι τώρα ίσως αποδειχθούν ανεπαρκή και ακατάλληλα.
Πριν απαντήσει όμως κανείς στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει, θα πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η κρίση είναι εγγενής του καπιταλιστικού συστήματος και επομένως τα όποια μέτρα ληφθούν θα πρέπει να βασίζονται στο ίδιο οικονομικό σύστημα:
-Η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων με αύξηση των μισθών θα είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της κατανάλωσης (σύμφωνα με την οικονομική επιστήμη τα χαμηλά εισοδήματα έχουν υψηλή ροπή για κατανάλωση)
-Υψηλή φορολογία στα υψηλά εισοδήματα (λόγω χαμηλής ροπής για κατανάλωση δεν θα επηρέαζε τη ζήτηση).
– Επαναφορά του «κοινωνικού κράτους», επένδυση σε αυτό για άμεση μείωση της ανεργίας και δημιουργία κλίματος ασφάλειας στα οικονομικά κατώτερα στρώματα. Όταν υπάρχει κοινωνική ασφάλεια μειώνεται η ανάγκη για αποταμίευση με αποτέλεσμα το επιπλέον εισόδημα να κατευθύνεται στην κατανάλωση αυξάνοντας την ζήτηση που με την σειρά της δημιουργεί επενδύσεις.
-Κρατικοποίηση κάποιων τραπεζών για να μπορεί το κράτος να επιβάλει την δική του πολιτική στα επιτόκια και τις επενδύσεις. Ούτως αλλέως οι τράπεζες μετά την χρηματοδότηση τους από το κράτος περιήλθαν μερικώς στην κατοχή του.
– Πολιτική χαμηλών επιτοκίων για αποθάρρυνση της αποταμίευσης και ενθάρρυνση των επενδύσεων και της κατανάλωσης.
– Χαμηλός οριακός συντελεστής φορολόγησης των μη διανεμόμενων κερδών των επιχειρήσεων για ενθάρρυνση των επενδύσεων.
– Κρατικές επενδύσεις σε επιλεγμένους τομείς της οικονομίας για τόνωση της ρευστότητας της αγοράς.
Αυτά είναι ορισμένα μέτρα, βασισμένα στη θεωρία του J.M.Keynes, που εφαρμόστηκαν με επιτυχία σε περιόδους κρίσεων και θα μπορούσαν να επαναληφθούν, αρκεί το διεθνές κεφάλαιο να καταλάβει ότι από το τέλμα που βρέθηκε μπορεί να βγει μόνο με καλοταϊσμένη την αγελάδα.
Τάσος Βαντσιώτης
Οικονομολόγος