«Η τέχνη είναι μια τεράστια δημοκρατική αγκαλιά που μας συμπεριλαμβάνει όλους, και αυτούς που συμφωνούμε και αυτούς που διαφωνούμε. Το πιο σημαντικό για μένα είναι η αίσθηση που δημιούργησε η ταινία στα νέα παιδιά, στις νέες ηλικίες. Στις ηλικίες δηλαδή που δεν ξέρανε τίποτε για τον εμφύλιο, γιατί είναι ένα κομμάτι της ιστορίας μας που δεν συζητιέται στα σπίτια και επίσης δεν διδάσκεται και στα σχολεία».
Μ’ αυτά τα λόγια σχολίασε ο Παντελής Βούλγαρης, ο σκηνοθέτης της πιο συζητημένης κινηματογραφικής ταινίας της χρονιάς την ταινία του «Ψυχή βαθιά» που αναφέρεται στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, που προβλήθηκε στις 7 Ιουνίου στην Πτολεμαΐδα σε εκδήλωση του Συλλόγου Ενάντια στις Εξαρτήσεις Νομού Κοζάνης, στο κατάμεστο Πνευματικό Κέντρο της πόλης, με αξιοσημείωτη παρουσία νέων παιδιών.
Στην εκδήλωση παραβρέθηκε και η σύζυγός του σκηνοθέτη, συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη, η οποία είναι φίλη του συλλόγου και συμμετέχει σε εκπομπές της ραδιοφωνικής εκπομπής του συλλόγου. Αίσθηση προξένησε μάλιστα η δήλωση των δύο πνευματικών ανθρώπων ότι θεωρούν εαυτούς πρεσβευτές της Πτολεμαΐδας και του συλλόγου και θα είναι δίπλα στο σύλλογο σε ό,τι τους ζητηθεί, λέγοντας: «Προγραμματίστε εσείς εκδηλώσεις και εμείς αναλαμβάνουμε να φέρουμε όποιον άνθρωπο των γραμμάτων και της τέχνης θέλετε εδώ».
Ερωτώμενος για τις αντιδράσεις που προξένησε η προβολή της ταινίας του ο κ. Βούλγαρης είπε ότι «το πιο σημαντικό μετά την προβολή της ταινίας ήταν ότι με καλέσανε σε σχολεία, σε πανεπιστήμια. Δέχθηκα πολλά τηλεφωνήματα από νέους που ζήταγαν ένας είδος βιβλιογραφίας που μπορούν να διαβάσουν για την εποχή αυτή. Κι αυτό που πάντα συμβαίνει και ελπίζει ένας σκηνοθέτης μετά την προβολή της ταινίας είναι ο διάλογος που μπορεί να δημιουργήσει. Έστω και ένα τέταρτο να κουβεντιάσουν δυο φίλοι, ένα ζευγάρι, μια παρέα μετά από μια ταινία μου είναι πολύ σημαντικό. Αυτό λοιπόν συνέβη στην «Ψυχή βαθιά» και το θεωρώ σημαντικό, γιατί έτσι ξεκίνησα. Είπα θα μιλήσω για μια περίοδο, για ένα κομμάτι της ιστορίας μας, του παρελθόντος, της ιστορίας των παππούδων μας κυρίως, που πρέπει να της αποδοθεί ένας τίτλος τιμής, γιατί είναι μια γενιά που μάτωσε κυριολεκτικά».
Τόνισε μάλιστα ότι είναι αναγκαία η γνώση και η εξοικείωση με κομμάτια της ιστορίας μας, είτε θετικά είτε αρνητικά. «Η μνήμη δεν είναι για να την κλείνουμε σε ντουλάπες και μπαούλα, είτε το θέλουμε είτε όχι η μνήμη μας ακολουθεί, οι τόποι είναι σημαδεμένοι από τις ιστορίες. Οι πρόγονοί μας, οι συγγενείς μας έχουνε εισπράξει εικόνες και αισθήσεις ζωής που θέλουν να τις μεταβιβάσουν, που σημαίνει ότι είμαι υπέρ της άποψης ότι πρέπει να γνωρίζουμε τον τόπο μας, να γνωρίζουμε αυτό που συνέβη και να προχωράμε φυσικά μπροστά», επισημαίνοντας ότι η τέχνη μπορεί να δημιουργεί μια γέφυρα μέσα από την οποία περνάνε αισθήσεις ζωής στο κοινό.
Ανέφερε ακόμη ότι η ταινία του έτυχε συγκινητικής υποδοχής στην ελληνική κοινωνία, κυρίως σε περιοχές στο Γράμμο και στο Βίτσι: «Πήγαμε ένα χρόνο μετά την πρεμιέρα της ταινίας και παρουσιάστηκε έρευνα που έκανε μία φιλόλογος στην κοινωνία της Καστοριάς για το τι άφησε η ταινία στους κατοίκους: «Ήταν πολύ συγκινητικές οι απαντήσεις. Τα νέα παιδιά έλεγαν «θέλουμε να μάθουμε τις ιστορίες των παππούδων μας, είμαστε περήφανοι για τις ιστορίες τους». Στο Νεστόριο στήθηκε ένα μνημείο όπου για πρώτη φορά μνημονεύονται τα ονόματα και των μεν και των δε, και των θανόντων από τον Δημοκρατικό Στρατό και από τον εθνικό στρατό».
Σχολιάζοντας τις αρνητικές κριτικές που δέχθηκε η ταινία του, ιδιαίτερα από το χώρο της Αριστεράς, είπε ότι η τέχνη δεν είναι ιστορία, δουλειά του είναι η σκηνοθεσία και όχι η διδασκαλία και έρευνα της ιστορίας. Πόσο μάλλον που μετά από 5 χρόνια έρευνας για την ταινία του βρέθηκε μπροστά σε πολλά κενά και κλειστά αρχεία πάνω σε αυτά τα γεγονότα. «Δηλαδή σε πολύ βασικά ερωτήματα για το τι έγινε και πως τέλειωσε υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις ακόμα και στους ιστορικούς. Η ταινία μου είναι μια μυθοπλαστική ιστορία πάνω στον εμφύλιο, δεν μπορεί να καλύψει όλα τα ερωτήματα και δεν κάνω μαθήματα μέσα από τις ταινίες. Εγώ δίνω μια αφορμή να σκεφθείτε και αν έχετε χρόνο και διάθεση να συνεχίσετε εσείς αυτό που σας έχω προσφέρει, γι’ αυτό θεωρώ πολύ θετικό το διάλογο μετά από την ταινία».
Ερωτώμενος για το πόση ανάγκη έχουμε την τέχνη σήμερα, την περίοδο της κρίσης που διανύουμε, είπε: «πιστεύω ότι κατ’ αρχήν έχουμε ανάγκη από μια αλληλεγγύη ανθρώπινη μεταξύ μας και η τέχνη βοηθά προς αυτή την κατεύθυνση. Και πολλές φορές σε περιόδους κρίσης η τέχνη γίνεται πιο τολμηρή και πιο οξεία και πιο ανθρώπινη και εγώ πιστεύω ότι θα συμβεί αυτό».
Όσο για την απουσία τοποθέτησης των ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων για τη σημερινή κατάσταση είπε ότι έχει την αίσθηση ότι υπάρχει αυτή η διάθεση σε όλους, «αν και δεν είναι δουλειά μας να βγαίνουμε κάθε μέρα στα κανάλια και να κάνουμε δηλώσεις από δω και από εκεί. Είναι βαθύ και ουσιαστικό το πρόβλημα και χρειάζεται σύνεση, οργάνωση και σοβαρότητα και αυτό θα συμβεί. Υπάρχει δηλαδή σε όλους μας αυτή η διάθεση κάτι να κάνουμε».
Ρόη ΒΑΣΒΑΤΕΚΗ