ΜΕΡΟΣ 3ον
ΤΟΥ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ ΤΑΝΙΔΗ
•Η τελευταία πράξη της τραγωδίας
Τα συναισθήματα της μεγάλης ικανοποιήσεως και χαράς του ελληνικού λαού, τελείωσαν με το δράμα της συμφοράς. Το φως της ελπίδας, που φάνηκε για λίγο, χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της ασυνέπειας. Τις ενθαρρυντικές υποσχέσεις των μεγάλων, ακολουθούσαν δόλιες σκοπιμότητες και ο ελληνικός αβδηριτισμός. Πίσω από κάθε εντύπωση εμπιστοσύνης ακολουθούσε η υποκρισία. Τις μεγαλοστομίες υποστηρίξεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αξιών, τις σκέπασαν οι πυροβολισμοί και οι δολοφονίες των αρχών αυτών, από τους ίδιους τους δήθεν «ηγέτες κρατών» που τις διαπόμπευαν σχεδόν σε όλες τις εποχές.
Ο Βενιζέλος, πολύ αργότερα σε επιστολή που έστειλε σε φίλο του τον Σεπτέμβριο του 1921, αναγνώρισε την λανθασμένη πολιτική του επί του μικρασιατικού και συμβούλευε την ελληνική κυβέρνηση να περιοριστούν οι διεκδικήσεις της Ελλάδος στην Ανατολική Θράκη, αλλά ήταν πολύ αργά, η Τουρκία ήταν έτοιμη για μία αποτελεσματική αντεπίθεση Η μάχη του Σαγγαρίου, την 15η Αυγούστου 1922, υπήρξε η αρχή του τέλους της ελληνικής παρουσίας στον μικρασιατικό χώρο. Τα ελληνικά στρατεύματα, ως άλλοι «Μύριοι του Ξενοφώντος» πήραν τον δρόμο του γυρισμού. Την 16η Σεπτεμβρίου 1922, ολοκληρώνεται η καταστροφή μέσα στις λάμψεις της καιόμενης Σμύρνης και του απάνθρωπου σφαγιασμού των ελλήνων κατοίκων της από τους κεμαλικούς. Το έθνος εξουθενωμένο από τους πολυετείς αγώνες και την συμφορά εγκαταλείπει την Μικρά Ασία, μέσα σε μία συναισθηματική σύγχυση, μία πολιτική ταραχή και ενός νέου διχασμού του ελληνικού κράτους. Γίνεται προσπάθεια να περισωθεί η Ανατολική Θράκη, αυτό που θα έπρεπε ν` αποτελέσει πρωταρχικό σκοπό από το 1919, αλλά δυστυχώς, ούτε και η αυτονόμηση της περιοχής δεν επιτεύχθηκε. Η δημιουργηθείσα επιτροπή από προσωπικότητες της Ανατολικής Θράκης, αν και κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες στα διάφορα ανακτοβούλια, δεν κατάφεραν απολύτως τίποτα, ήταν πλέον πολύ αργά. Το εθνικιστικό κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ, είχε επιβληθεί πλήρως όχι μόνο στην Τουρκία, αλλά και στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Ο ίδιος ο Κεμάλ ήταν τώρα φίλος με τους Ευρωπαίους και ο κεμαλικός στρατός, ύστερα από τον εφοδιασμό του με όπλα από την Ρωσία και την Γαλλία, ήταν έτοιμος να περάσει τα στενά του Βοσπόρου και να βρεθεί στην Ανατολική Θράκη.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση του Τριαντυλλάκου, προσπαθούσε να αντιμετωπίσει την καταστροφή και το κοινωνικό και πολιτικό χάος. Προσπαθούσε να ανασυντάξει και να ενισχύσει την στρατιά της Θράκης και να σώσει την Ανατολική Θράκη. Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, εξερράγη στην Χίο και την Μυτιλήνη η επανάσταση των Γονατά-Πλαστήρα, με αποτέλεσμα αντί το ναυτικό και η ανασυνταχθείσα στρατιά της Μικράς Ασίας να οδεύσουν προς Ανατολική Θράκη, κατευθύνθηκαν προς την Αθήνα για την κατάληψη της εξουσίας. Νέα πολιτική και συγχρόνως άκαιρη εθνική δίνη.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που θα μπορούσαν ίσως να παρέμβουν αποτελεσματικά για την διάσωση τουλάχιστον της Ανατολικής Θράκης δεν το έπραξαν. Το πολυαίμακτο, άλλωστε, της πενταετούς συγκρούσεως, του παγκοσμίου πολέμου, είχε δημιουργήσει έντονη αποστροφή, προς την ιδέα οιασδήποτε νέας συγκρούσεως. Αλλά εκτός αυτού και ο συντονισμός της πολιτικής συμπεριφοράς των νικητριών ευρωπαϊκών δυνάμεων, υπήρξε πολύ δυσχερής έως αδύνατος, λόγω των διαφορετικών τους συμφερόντων στο Ανατολικό Ζήτημα.. Και το σπουδαιότερο, ότι δεν υπήρχε διάθεση από κανέναν σύμμαχο για μία νέα αντιπαράθεση με την Τουρκία. Είναι δε χαρακτηριστική και εξόχως ενδιαφέρουσα η πρόσκληση των συμμαχικών δυνάμεων προς την Τουρκία, για την διάσκεψη της ειρήνης: «… Αι τρεις συμμαχικαί κυβερνήσεις δράττονται της ευκαιρίας ταύτης δια να δηλώσουν, ότι διάκεινται ευνοϊκώς προς τον υπό της Τουρκίας εκφραζόμενο πόθο περί ανακαταλήψεως της Θράκης μέχρι Έβρου και Ανδριανουπόλεως υπό τον όρο, ότι η κυβέρνησις της Αγκύρας δεν θα αποστείλει τον στρατό της κατά την διάρκεια των συνομιλιών δια την ειρήνη εις τις περιοχές εις τις οποίες διεκηρύχθη η προσωρινή ουδετερότητα υπό των τριών συμμαχικών κυβερνήσεων. Οι τρεις σύμμαχοι θα χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους δια να αποσυρθούν οι Έλληνες εις την γραμμή του Έβρου». Έτσι λοιπόν, οι συμμαχικές δυνάμεις, προκειμένου να συγκατατεθεί η Τουρκία και να προσέλθει στις διαπραγματεύσεις, της έδωσαν ως δώρο ολόκληρη την Ανατολική Θράκη, που αποτελεί το 18% της εκτάσεως της Ελλάδος.
Ο πρεσβευτής και συγγραφέας Κ. Σακελαρόπουλος γράφει: «…εις την απατηλή αξία της βρετανικής ασπίδας περικλείεται το μυστικό της μικρασιατικής καταστροφής». Και ο Γάλλος ιστορικός È. Driault, στο βιβλίο του «La question d` Orient 1918-1938», (Παρίσι 1938, σελ. 110) γράφει: «Η μικρασιατική καταστροφή υπήρξε μεγαλύτερη και χειρότερη από την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453».
Ο μεγάλος φιλέλληνας, που υπήρξε και διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, Octave Morlier στον πρόλογο του καταλόγου της εκθέσεως του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών μας λέει ότι: «Η απώλεια της Μικράς Ασίας σημαίνει το τέλος είκοσι αιώνων ιστορίας…. Το έτος 1453 σημαίνει το τέλος του Βυζαντίου. Το έτος 1922, είναι πολύ πιο τραγικό, γιατί έφερε το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού». (σελ. 20-23).
• Η πρόχειρη πολιτική της Ελλάδος:
Η στάση και η πολιτική της Ελλάδος στο μικρασιατικό ζήτημα γεννά πολλά και εύλογα ερωτήματα. Ήθελε, άραγε, η Ελλάδα να κατακτήσει την Μικρά Ασία και σε πόσο βάθος; Αν είχε τέτοιο σκοπό, τότε έθιγε ζωτικά συμφέροντα των Τούρκων και ως εκ τούτου, θα τους είχε οιωνοί εχθρούς, με όλες τις οικονομικές και στρατιωτικές συνέπειες. Αν πάλι, τελικός της σκοπός ήταν η διατήρηση μόνο της Σμύρνης και της περιοχής της, τότε γιατί επιχείρησε την επιθετική αντιπαράθεση με τον Κεμάλ; Γιατί δεν ακολούθησε μία αμυντική τακτική και μία διπλωματική πολιτική, για την εξεύρεση ειρηνικής λύσεως; Άλλωστε, οι συμμαχικές δυνάμεις, εγκαίρως πρότειναν στην Ελλάδα μία τέτοια ειρηνική λύση και μάλιστα προθυμοποιήθηκαν να μεσολαβήσουν στην Τουρκία εγκαίρως, για έναν τέτοιο ειρηνικό διακανονισμό των εδαφικών διεκδικήσεων. Προφανώς, πολιτική και στρατιωτική ηγεσία μεθυσμένη με την μεγάλη ιδέα και τις επιτυχίες του ελληνικού στρατού στις επιχειρήσεις των Βαλκανικών και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, κώφευσαν στις ψύχραιμες και νηφάλιες συμβουλές.
Και ακόμη η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της χώρας, δεν έλαβε υπ` όψη της την αχανή μικρασιατική περιοχή και την μεγάλη έκταση του μετώπου. Δεν έλαβε υπ` όψη της την αφιλόξενη πληθυσμιακή κατάσταση της περιοχής και τις συνέπειες που γεννούσαν τα γεγονότα αυτά. Η αχανής έκταση του μετώπου, διέσπειρε τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, οι οποίες δεν ήσαν αρκετές για ένα τέτοιο μέτωπο και μία τέτοια επιχείρηση. Ενώ οι Τούρκοι ευρισκόμενοι στο δικό τους χώρο και σε φιλικό τους περιβάλλον είχαν σοβαρά πλεονεκτήματα, αλλά και την επιλογή της τοποθεσίας και της επιθέσεως. Τελικώς, συνέβη στον ελληνικό στρατό, ότι ακριβώς είχε συμβεί το 1812 και στον Ναπολέοντα. Στα ρωσικά σύνορα βρέθηκε ο αυτοκράτορας αυτός με πεντακόσιες χιλιάδες στρατό, ενώ τελικώς έφθασε στα πρόθυρα της Μόσχας μόνο με ογδόντα. Ο υπόλοιπος στρατός είχε διασπαρεί στην πορεία προς φύλαξη των συγκοινωνιών και τα εκτεταμένα πλευρά της εκστρατείας. Έτσι και ο ελληνικός στρατός ολιγαριθμότερος του τουρκικού, βρέθηκε σε εκτεταμένο μέτωπο, σε εχθρικό περιβάλλον και προχώρησε απερίσκεπτα σε μεγάλο βάθος μέσα στο τουρκικό έδαφος. Φυσική συνέπεια της καταστάσεως αυτής ήταν η εξασθένηση και η ήττα.
• Η πληθυσμιακή κατάσταση της Ιωνίας:
Αλλά υπάρχουν ακόμη και άλλα αρνητικά και μη στρατηγικά στοιχεία για το μικρασιατικό εγχείρημα, που ίσως δεν είναι αρκούντως γνωστά Η ελληνική πολιτική ηγεσία και ιδιαίτερα ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος είχε τον πρώτο και κυρίαρχο λόγο στην εξωτερική πολιτική, θα έπρεπε προ πάσης ενεργείας να μελετήσει λεπτομερώς όλες τις ενδεχόμενες πτυχές του εγχειρήματος της Μικράς Ασίας; Να λάβει σοβαρώς υπ` όψη του την έκθεση του επιτελάρχου Ιωάννου Μεταξά, που συνιστούσε τον περιορισμό του μετώπου στην Ανατολική Θράκη. Να μελετήσει την πληθυσμιακή κατάσταση του ελληνισμού της Ιωνίας και του χώρου όπου αυτός κατοικούσε, καθώς και το περίγυρο μουσουλμανικό όγκο. Ότι η Σμύρνη και το λιμάνι της αποτελεί για την Τουρκία σημαντικό οικονομικό παράγοντα.
Φυσικά, το ελληνικό στοιχείο μέσα στην πόλη της Σμύρνης ήταν πλειοψηφία. Το 1812, μόνιμοι κάτοικοι της Σμύρνης ήσαν 60 χιλιάδες Τούρκοι και 25 χιλιάδες Έλληνες, αλλά, από και πέρα τα πράγματα άλλαξαν. Το 1840 45 χιλιάδες Τούρκοι και 55 χιλιάδες Έλληνες, το 1868, 40 χιλιάδες Τούρκοι και 75 χιλιάδες Έλληνες, το 1884, κατά τον ιστορικό Ρεκλύς οι Έλληνες ανήλθαν στις 120 χιλιάδες και το 1910 κατά τον ιστορικό Ντουπόντ, ο οποίος παρέλαβε τα στοιχεία από την τουρκική στατιστική υπηρεσία ανέβαζε το ελληνικό πληθυσμό της Σμύρνης σε 135 χιλιάδες. Φυσικά, πέραν των Ελλήνων, ζούσε στην Σμύρνη και ένας σημαντικός αριθμός Αρμενίων, Εβραίων και άλλων χριστιανικών φύλων. Η στατιστική υπηρεσία της Τουρκίας, ανέβαζε τον ελληνικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας στα δύο εκατομμύρια και σε ένα εκατομμύριο τις υπόλοιπες εθνικότητες. Αλλά ο όλος πληθυσμός της περιοχής αυτής αριθμούσε δέκα εκατομμύρια, επομένως επτά εκατομμύρια ήσαν Τούρκοι, ή τέλος πάντων μουσουλμάνοι.
Και γεννάται το εύλογο ερώτημα, πως μπορούσε να σταθεί η Ελλάδα στην Μικρά Ασία ή έστω στην Σμύρνη μ` αυτά τα δεδομένα.