Προχθές με πήρε ένας φίλος και με ρώτησε: Γιάννη, το κέντρο για το γάμο έχει ελεύθερη ημερομηνία μόνο στις 10 του Μάη, είσαι εντάξει μ’ αυτό;
Στις γρήγορες σκέψεις που κάνει κάποιος,αναρωτιόμουν ‘τι πρόβλημα να έχω, γιατί με ρωτάει, χάζεψε’;
Aπάντησα με ένα ‘ εεεεεεε’ το μυαλό συνέχισε να ψάχνει …..ξαφνικά μούδιασαν το πόδια μου, μια γροθιά με χτύπησε στο στομάχι και κόπηκε η ανάσα μου, ‘ΜΠΑΜΠΑ μου, για σένα ρωτάει,8 Μαϊου του’13 ήταν’’
Αποσβολωμένος έπιασα το κεφάλι με τα δύο μου χέρια ‘Ω θεέ μου, ο Μπαμπάς…..’
Θυμάμαι το γαλήνιο, αρχοντικό ύφος που είχες όταν μπήκα στο δωμάτιο ενώ είχες ήδη φύγει.Κοίταξα σαστισμένος και η μαμά μου έγνεψε αρνητικά….. Χριστέ μου, ο μπαμπάς μου, ο ΔΙΚΟΣ μου μπαμπάς!!!
Πότε και πως έγινε; Σαν αέρας που φύσηξε και έφυγες μακριά, λέοντα μου ,ήρωα μου.
Σε 20 ημέρες, πέταξες.
Σε είχαμε δίπλα μας ,ήμασταν δίπλα σου κάθε λεπτό. Όταν η φωνή σου αδυνάτησε πολύ, χτυπούσες παλαμάκια και η μαμά ερχόταν τρέχοντας. Η Έλη(μικρή σου) τρελαμένη-ψύχραιμη,ο πόνος στα μάτια της δεν κρυβόταν. Με ρώτησες «Λεβέντη μου τι θα γίνει; Τι σου είπαν; Είμαι αποφασισμένος, πες τα μου όλα». Εγώ, να σε στηρίζω και να σου δίνω ελπίδα, ενώ ήξερα πως δεν υπάρχει. Μου το είχαν πει οι γιατροί. Ω θεέ μου, τι δύσκολο που ήταν . Θυμώσουν την δική μου παρόμοια περιπέτεια, πως έπεσα και πως τώρα πια επανήλθα και αυτό σε κρατούσε ηθικά. Ήλπιζες πως και για εσένα έτσι θα είναι. Δεν ξέρεις πόσο καλό είναι για την ψυχή μου. Και για την δική σου ήταν ,ξέρω.
Τη Μεγάλη Πέμπτη περάσαμε μαζί καλώδιο τηλεόρασης από το σαλόνι στο δωμάτιο σου. Κουράστηκες αλλά αίλουρος, όπως πάντα. Το βράδυ είδαμε μαζί Champions League.Σου χάιδευα τα μαλλιά και μου είπες ‘Σταμάτα ρε, δεν μπορώ συγκινούμαι’’. Μπαμπάκα μου…….
Ήσουν ο σιωπηλός ήρωας. Εκεί πάντα για όλους και για όλα.
Πάντα πάλευες να τα κάνεις όλα σωστά προς όφελος των άλλων.
Ποτέ δεν ζήτησες τα εύσημα και όταν ο προβολέας έπεφτε πάνω σου, τραβιόσουν πιο πίσω μειδιώντας με τα μάτια χαμηλά.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πιο χαρακτηριστική εικόνα του χαρακτήρα σου.
Στο γάμο της Έλης(αδερφής μου και κόρης σου) δεν ήταν να έρθω. Είχαμε μια σημαντικότατη δουλειά της Τέτας( γυναίκας μου) στην Αθήνα και δεν θα ήμασταν παρών.
Το πρωί της ημέρας εκείνης, σηκωθήκαμε στην Αθήνα στις 5 το πρωί, τα παρατήσαμε όλα και ήρθαμε ξαφνικά, έκπληξη.
Χτυπήσαμε το κουδούνι, άνοιξε η μαμά και οι ζητωκραυγές όλων ήταν ουρανομήκης .Ένα κουβάρι αγκαλιασμένοι ….και εσύ πιο ‘κει. Μας παρατηρούσες και χαμογελούσες, στεκόσουν απέναντι και απολάμβανες. Όταν η μαμά σου είπε ‘Γιωρίκα, τι κάθεσαι εκεί;’, η Έλη είπε τέσσερις λέξεις που είναι η πιο χαρακτηριστική περιγραφή σου ‘Αγαπάει από μέσα του’.
Με έκανες ΠΑΟΚ. ’Τι μεγάλη ομάδα. Ομάδα της Θεσσαλονίκης, παιχταράς ο Κούδας ’. ΠΑΟΚΑΡΑ και εγώ.
Στα 7-8 μου, μια μέρα ενώ καθόμασταν στο σαλόνι μου είπες: Αγόρι μου, εγώ είμαι Ολυμπιακός’. Κεραυνοβολημένος σε ρώτησα ‘Και εμένα γιατί με έκανες ΠΑΟΚ’;. Το γνωστό σου μειδίαμα χαράς, ‘Για να μαλώνουμε όταν μεγαλώσεις’. Το κατάφερες! Βέβαια δεν μαλώναμε, πειραζόμασταν. Κάποια στιγμή, σου έδωσα το πρώτο μου αμάξι. Είχα το κασκόλ του ΠΑΟΚ στο πίσω παράθυρο. Δεν το έβγαλες ποτέ. Το είχες μέχρι τέλους εκεί.
Ήμουν, δεν ήμουν δέκα όταν η μαμά με έπιασε να καπνίζω. Τρελάθηκε, με μάλωσε άσχημα, χέρι δεν σηκώσατε ποτέ πάνω μας, και μου είπε :βγες έξω και όταν γυρίσει ο πατέρας σου θα δούμε τι θα κάνουμε’.
Είχα παγώσει όταν ανέβαινα τα σκαλοπάτια για να έρθω σπίτι. ’Τι θα του πω, πόσο θυμωμένος θα είναι Παναγία μου, θα μου ρίξει καμιά σφαλιάρα σίγουρα’. Τα βήματα μέχρι το δωμάτιο μου, όπου με περίμενες, ήταν βαριά σα να σήκωνα τσιμέντο στις πλάτες μου.
Μπήκα και έμεινα άναυδος .Ήσουν βουρκωμένος, με κοίταξες στα μάτια βαθιά και με ήρεμο τόνο, γεμάτο στοργή μου είπες ‘Αγόρι μου με στεναχώρησες πολύ. Γιατί να το κάνεις αυτό; Θα καταστρέψεις τη ζωή σου’. Αυτός ήταν ο τρόπος σου. Αυτό ήταν το είναι σου.
Δεν περνάει μέρα να μη σε σκεφτώ. Είμαι με φίλους και γελάω, εσύ εκεί. Δουλεύω όλη μέρα σαν τρελός, εσύ εκεί. Πάω σε μια συναυλία, εκεί. Βλέπω ταινία, εκεί πάντα. Οτιδήποτε και να κάνω γίνεται ένα τσάφ και κάτι σε θυμίζει, ένα φύσημα του αέρα, ένας ήχος, μια μουσική σε φέρνει πίσω.
Είναι τεράστιο πράγμα είναι να σε πιάνουν αυθόρμητα και απρόκλητα άνθρωποι και να σου λένε για τον πατέρα σου λόγια αγάπης και εκτίμησης.
Μπορεί να μη το ξέρεις, αν και μάλλον το ήξερες: με χάραξες, με γαλούχησες, με οδήγησες εσύ. Τώρα πια σε αναγνωρίζω σε πολλά εγώ μου. Ο τρόπος σου, το βλέμμα σου, η στάση ζωής σου, η ποιότητα σου έγιναν εγώ μου. Έγιναν Εσύ, μέσα μου. Σ’ ευχαριστώ που ήσουν ο πατέρας μου. Σ’ αγαπώ πολύ. Τώρα που έφυγες έγινες:
My own, personal jesus. Someone who’s always there, someone who cares……
Ιωάννης Κοσμίδης